Η θέση των Τουρκοκυπρίων εν προκειμένω περί συνεργατικής διάστασης στο πλαίσιο θεσμικής προσέγγισης -σημειωτέον οι θεσμοί των κατεχομένων είναι εκτός διεθνούς νομιμότητας- για το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, παραπέμπει στον υποβόσκοντα προσανατολισμό των «αρχών» της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου να δημιουργήσουν συνθήκες quasi νομιμοποίησης των κατεχομένων
Ηυφιστάμενη και εν εξελίξει πανδημία ανέδειξε, μεταξύ άλλων, και τα όρια της σχέσης της ελεύθερης Κύπρου με τα κατεχόμενα από τον τουρκικό στρατό εδάφη της. Υπενθυμίζεται πως το αρχικό άνοιγμα οδοφραγμάτων, τα οποία συνδέουν την ελεύθερη με την κατεχόμενη Κύπρο, έλαβεν χώραν την 23ην Απριλίου 2003, με πρωτοβουλία του τότε κατοχικού ηγέτη, Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος και δι’ αυτής του της ενέργειας συνέβαλε στην επιβίωση της κατεχόμενης περιοχής, όταν το καθεστώς του βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης λόγω ισχυρής οικονομικής καχεξίας και βαθύτατης κοινωνικής κρίσης.
Έκτοτε επιτρέπεται η μετάβαση από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές με την επίδειξη ταυτότητας, ωσάν να πρόκειται περί άλλης κρατικής οντότητας εντός της Κύπρου. Σήμερα, λόγω των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας, η Κυπριακή Δημοκρατία ανέστειλε την ανοιχτή λειτουργία ορισμένων οδοφραγμάτων, ενώ οι κατοχικές «αρχές» επέβαλαν το συνολικό κλείσιμο των οδοφραγμάτων. Συνεπώς, επανέρχονται, έστω και προσωρινά, τα κατεχόμενα σε μία κλειστή περιοχή απαγορευμένης εισόδου, όχι λόγω της κατοχής, αλλά εξαιτίας της πανδημίας.
Εκ των ανωτέρω ενεργειών αναδεικνύεται επαπειλούμενο το ενδεχόμενο της επανάληψης μιας οικονομικής κατάρρευσης των κατεχομένων, καθώς η επιβίωσή τους στηρίζεται κατά μέγα μέρος από τη μετακίνηση και την εργασία των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και από τις επισκέψεις των Ελληνοκυπρίων στην πατρώα γη, διά των οποίων και αιμοδοτούνται όλα αυτά τα χρόνια οικονομικά τα κατεχόμενα.
Το ως άνω σκηνικό καταγράφει μία διάσταση της σχέσης με τα κατεχόμενα, που αναφέρεται στο ποιος είναι ο κύριος οικονομικός υποστηρικτής τους, αλλά και ποιος χρησιμοποιεί τους Τουρκοκυπρίους κατά περίπτωση ως μέρος των στρατηγικών του σχεδιασμών.
Τούτου δοθέντος, το προσωρινό κλείσιμο των οδοφραγμάτων προκάλεσε ξεσηκωμό στην κατεχόμενη περιοχή από τους Τουρκοκύπριους και μιαν αρχική διαμαρτυρία από μερίδα Ελληνοκυπρίων για τη μη δυνατότητα μετάβασής τους στα κατεχόμενα.
Εκτιμάται πως η διαμαρτυρία γίνεται ορθώς, αλλά για λάθος λόγο. Τούτο δε κυρίως σε ό,τι αφορά τους Έλληνες της Κύπρου, οι οποίοι εν προκειμένω θα έπρεπε κατ’ εξοχήν και αδιαλείπτως να διαμαρτύρονται για την κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου και όχι μόνο γιατί εμποδίζονται να μεταβούν λόγω των μέτρων της υγειονομικής κρίσης. Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων, από την άλλη, επίσης δεν παραπέμπει σε διεκδίκηση αποτίναξης της κατοχής, παρά μόνο στην αναγκαιότητα να αποκατασταθεί η δίοδος προς τις ελεύθερες περιοχές για να μπορούν να εργάζονται.
Εδώ εντοπίζεται ένα δεδομένο, όπου οι Έλληνες της Κύπρου, κατά παράβαση κάθε κανόνα λογικής και πολιτισμού που επιβάλλει τη σύγκρουση με τις κατοχικές δυνάμεις, αιμοδότησαν και διατήρησαν στη ζωή το κατοχικό καθεστώς όλο αυτό το διάστημα των 17 ετών. Συνεπώς, η πανδημία κατέγραψε ένα σχήμα οξύμωρο, όπου οι Έλληνες διεκδικούν από τη διεθνή κοινότητα την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, ενώ οι ίδιοι συνιστούν τον στυλοβάτη της οικονομικής επιβίωσης της κατοχής μέσα από τη δράση τους στα κατεχόμενα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πού πάει το Κυπριακό σήμερα χωρίς να έχει αποκατασταθεί το κράτος δικαίου και η ανεξαρτησία της Κύπρου, όταν πολίτες και κυρίως ο ελληνικός πληθυσμός διαμαρτύρονται εξαιτίας της αδυναμίας μετάβασής τους στα κατεχόμενα. Υπάρχει έκδηλη μετατόπιση του ενδιαφέροντος και της ουσίας της συζήτησης από την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην ανησυχία για την απαγόρευση επίσκεψης των κατεχομένων. Το ανωτέρω περιγραφέν σχήμα παραπέμπει στην αλλοτριωμένη αντίληψη κανονικότητας από τους Ελληνοκυπρίους, την αντιφατική διάσταση της οποίας ήρθε να αναδείξει η πανδημία.
Το σκηνικό αυτό ενισχύει τις κατοχικές δυνάμεις και έναντι τρίτων και του διεθνούς παράγοντα, αφού προβάλλεται η εικόνα πως στην Κύπρο υπάρχουν ορισμένα προβλήματα, αλλά δεν παραπέμπουν σε κατοχική υπόθεση, δεδομένου πως οι υφιστάμενοι την κατοχή δεν το διαδηλώνουν και δεν ενεργούν για να το προβάλουν, αλλά αντιθέτως, συμφιλιώνονται εμπράκτως με την κατοχή διά των επισκέψεών τους.
Δυστυχώς, στην ως άνω νοοτροπία έχει συμβάλει όλως ιδιαιτέρως η εδώ και δεκαετίες προβαλλόμενη ως λύση του κυπριακού προβλήματος από ορισμένους κύκλους των Ελληνοκυπρίων παραπέμπουσα σε μία συνθήκη, που αντί να διεκδικεί την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας ως όρο επίλυσης του Κυπριακού, δημιουργεί προϋποθέσεις μονιμοποίησης της κατοχής.
Σε αυτό το σκεπτικό η θέση των Τουρκοκυπρίων εν προκειμένω περί συνεργατικής διάστασης στο πλαίσιο θεσμικής προσέγγισης – σημειωτέον οι θεσμοί των κατεχομένων είναι εκτός διεθνούς νομιμότητας – για το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, παραπέμπει στον υποβόσκοντα προσανατολισμό των «αρχών» της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου να δημιουργήσουν συνθήκες quasi νομιμοποίησης των κατεχομένων.
Τούτο μπορεί να επέλθει εάν προκύψει συνεννόηση των κυπριακών Αρχών με αντίστοιχες του ψευδοκράτους, οι οποίες σε μια τέτοια διαδικασία θα αποκτούσαν ένα περίβλημα νομιμοποίησης.
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο