Τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου του 1821 και οι επιπτώσεις τους στον υπόδουλο Ελληνισμό της Κύπρου έχουν, δικαιολογημένα, αποτυπωθεί εντονότατα στη λαϊκή μνήμη, μονοπωλώντας και το ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας. Η πολυδιάστατη συμβολή, όμως, της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση επεκτείνεται πολύ πέραν από αυτά τα γεγονότα, όπως διαφάνηκε με τη διερεύνηση αρχειακών πηγών τα τελευταία χρόνια.
Σε ατομικό επίπεδο εντοπίζονται πολλές ιστορίες ανθρώπων από όλα τα κοινωνικά υπόβαθρα, που με τον δικό τους τρόπο συνεισέφεραν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πολλοί κατατάγηκαν στις επαναστατικές ομάδες για να πολεμήσουν σε αυτή την άνιση μάχη, μπροστά στον πολυάριθμο στρατό των Οθωμανών. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται απλοί αφανείς αγωνιστές από τα χωριά και τις πόλεις της Κύπρου, που μετέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να αγωνιστούν για την Ελευθερία.
Στην πορεία του αγώνα πολλοί από αυτούς μετατρέπονταν σε πολεμικές μορφές, χωρίς όμως η ιστορία τους να αποτυπωθεί και να διασωθεί. Ωστόσο, για ορισμένους βρίσκουμε διάσπαρτα στοιχεία στα απομνημονεύματα οπλαρχηγών και άλλα πρωτογενή ιστορικά έγγραφα. Ταυτόχρονα, γνωστές και μη ιστορίες φοιτητών, δασκάλων, εμπόρων και τόσων άλλων Κυπρίων του εξωτερικού εμπλουτίζουν σημαντικά αυτή τη συνεισφορά, με ορισμένους να είναι από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρία, όπως ο Νικόλαος Θησέας, ανεψιός του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού (1810-1821), με αξιοσημείωτη δράση από το εμπορικό του γραφείο στη Μασσαλία, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο προώθησης Φιλελλήνων στην Ελλάδα.
Ο ίδιος αργότερα κατήλθε στη Πελοπόννησο για να λάβει μέρος στην Επανάσταση, δαπανώντας επίσης την περιουσία του στον αγώνα. Παρομοίως, ομάδα Κυπρίων συμμετείχε στις μάχες του Ιερού Λόχου στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με ορισμένους από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο Αγγελής Μιχαήλ, να μεταβαίνουν αργότερα στη Πελοπόννησο για να συνεχίσουν την επαναστατική τους δράση. Μάλιστα, στη τελευταία μάχη της Φιλικής Εταιρείας στη Μολδοβλαχία, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μονής Σέκου τον Σεπτέμβριο του 1821, έπεσε ηρωικώς, μαζί με τον θρυλικό αρματολό Γεωργάκη Ολύμπιο, ο αδελφός του Αγγελή, Ζήνων Μιχαήλ, όταν οι επαναστάτες ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη της Μονής για να μην παραδοθούν, παρασύροντας μαζί τους πολλούς Οθωμανούς.
Αυτό το κείμενο, όμως, θα καταπιαστεί με ένα σχετικά άγνωστο και απλό αγωνιστή, χωρίς διοικητικά αξιώματα, στον στενό πολεμικό κύκλο ωστόσο του σπουδαίου Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη, ο οποίος τον αναφέρει ως Μιχάλη Κυπραίο. Χωρίς άλλες πληροφορίες για την καταγωγή του, παρομοίως με εκατοντάδες άλλους αφανείς Κύπριους αγωνιστές, σκιαγραφούμε την μορφή του με βάση τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, στα οποία αναφέρεται δύο φορές.
Παρά τις περιορισμένες πληροφορίες που διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι σε μία περίπτωση τουλάχιστον η συμβολή του αγωνιστή από την Κύπρο ήταν υψίστης σημασίας για τη σωτηρία και τη συνέχιση της δράσης, όχι μόνο του ένοπλου σώματος του θρυλικού οπλαρχηγού, αλλά και άλλων επαναστατών. Τον Απρίλιο του 1825 το εν λόγω σώμα μαζί με άλλες ομάδες αγωνιστών βρέθηκαν υπό πολιορκία στο Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ και τον καλά εξοπλισμένο αιγυπτιακό στρατό του. Μετά από ισχυρούς κανονιοβολισμούς, το πυροβολικό του Ιμπραήμ πέτυχε τη διάνοιξη ρήγματος στο φρούριο, αλλά οι επερχόμενες έφοδοι Αλβανών ατάκτων και του τακτικού αιγυπτιακού στρατού απέτυχαν να εισέλθουν ύστερα από τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων αμυνόμενων.
Μετά από αυτή την αποτυχημένη προσπάθεια, ο Ιμπραήμ κατέλαβε το κοντινό νησί της Σφακτηρίας, καθιστώντας τη θέση των πολιορκημένων πολύ πιο δύσκολη, αφού ήταν πλέον αποκλεισμένοι από ξηρά και θάλασσα, με μηδαμινά εφόδια και έλλειψη νερού. Αναγκασμένοι να συνθηκολογήσουν για εκκένωση του κάστρου, θεώρησαν αναγκαίο να ενημερώσουν τον Άγγλο ναύαρχο στη Ζάκυνθο, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν ενδεχόμενη αθέτηση των όρων από τον Ιμπραήμ, κάτι για το οποίο εξέφρασε ιδιαίτερη ανησυχία ο Μακρυγιάννης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ίσως να κατέληγε σε μαζικές εκτελέσεις αγωνιστών και αμάχων, ένα συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Ο Μιχάλης Κυπραίος ήταν αυτός που ανέλαβε την άκρως επικίνδυνη νυκτερινή αποστολή, ως κολυμβητής-αγγελιαφόρος, αφού ο τουρκικός στόλος είχε αποκλείσει τους πολιορκημένους. Στόχος του ήταν να κολυμπήσει για ώρες αθέατος ανάμεσα από τα εχθρικά πλοία και να παραδώσει επιστολές σε μία βρετανική φρεγάτα, η οποία εισήλθε στο κόλπο της πόλης την προηγούμενη νύχτα. «Τον πήραν χαμπέρι τα τούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα, και τόπεσαν τα γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα», περιγράφει ο Μακρυγιάννης, χωρίς όμως να καταφέρουν να τον συλλάβουν. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «πήγε εις την φεργάδα και μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βήκε το νερό και τόβαλαν σπίρτα κι’ αναστήθη».
Αφού συνήλθε ο Μιχάλης Κυπραίος ανέφερε στους Βρετανούς αξιωματικούς την κατάσταση στο φρούριο και έπειτα οδηγήθηκε στη Ζάκυνθο, όπου και ενημέρωσε τον Βρετανό ναύαρχο. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταλούν τρία ευρωπαϊκά ιστιοφόρα για να διασφαλίσουν την τήρηση των όρων της παράδοσης του φρουρίου. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει ένα βρετανικό, ενώ ο Σκωτσέζος φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον και ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης προσθέτουν ένα αυστριακό και ένα γαλλικό. Όταν οι επαναστάτες συμφώνησαν να εκκενώσουν το φρούριο η μεταφορά τους στην Καλαμάτα, από όπου συνέχισαν την πολεμική τους δράση, έγινε με τα εν λόγω καράβια.
Η δεύτερη αναφορά του αγωνιστή από την Κύπρο στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη συναντάται στη θρυλική Μάχη των Μύλων τον Ιούνιο του 1825, την ύστατη προσπάθεια των επαναστατών να εμποδίσουν τον Ιμπραήμ που όδευε προς το κοντινό Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα της επαναστατικής κυβέρνησης. Μάλιστα ο Μακρυγιάννης με 50 άνδρες του εντόπισαν και κτύπησαν την αιγυπτιακή εμπροσθοφυλακή, η οποία προσέγγιζε με γρήγορο ρυθμό τις ελληνικές θέσεις, τρέποντας τη σε φυγή μέχρι την άφιξη του κύριου σώματος του στρατού του Ιμπραήμ.
Με αρχηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη και υπαρχηγό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη οι περίπου 500 επαναστάτες, αποτελούμενοι από ομάδες διακεκριμένων οπλαρχηγών, πολεμικά σώματα Κρητικών, αλλά και Φιλελλήνων, αντιμετώπισαν γενναία τις επιθέσεις των 5.000 Αιγυπτίων, με τη βοήθεια κανονιοβολισμών από τα ελληνικά πλοία. Πολλές φορές μάλιστα εξαπέλυαν οι ίδιοι αντεπιθέσεις με ηρωικές αλλά και ριψοκίνδυνες εφόδους.
Σε μία από αυτές ο Κύπριος αγωνιστής έχασε τη ζωή του, μία από τις ελάχιστες απώλειες της μάχης για την ελληνική πλευρά. Ο Μακρυγιάννης, που σε αυτές τις αντεπιθέσεις κινδύνεψε με αιχμαλωσία, αναφέρει χαρακτηριστικά «τότε εκεί όπου ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου πληγώθη βαρέως και ύστερα απέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος…». Εν τέλει αυτή η σπουδαία νίκη σε μία άνιση αλλά σωτήρια μάχη, απέτρεψε την κατάληψη του Ναυπλίου και παράλληλα ήταν μία πολυπόθητη αιτία ενθάρρυνσης για τους Έλληνες, που είχαν υποστεί σειρά από ήττες, δείχνοντας την αποτελεσματικότητα του ανταρτοπόλεμου και των φυσικών οχυρωματικών θέσεων στην αντιμετώπιση του τακτικού εχθρικού στρατού.
Σε αυτή τη θρυλική μάχη έλαβε μέρος ακόμη ένας Κύπριος, όπως πληροφορούμαστε από έγγραφο του Μακρυγιάννη. Στα πιστοποιητικά αγωνιστών, που αγωνίστηκαν υπό τον οπλαρχηγό, γραφόμενα από τον ίδιο το 1841, συναντάται η ιστορία του Μιχάλη Λουΐζου, που υπηρέτησε στην ομάδα του, καθώς και σε άλλα επαναστατικά σώματα. Τα εν λόγω πιστοποιητικά συγγράφονταν με σκοπό την εξασφάλιση μικρής σύνταξης από το ελληνικό κράτος, για όσους είχαν λάβει μέρος στην Επανάσταση, με σκοπό την αποφυγή της ακραίας φτώχειας, δυστυχώς ένα συχνό φαινόμενο για τους αγωνιστές στα πρώτα χρόνια του Ελληνικού κράτους.
Ο Λουΐζος, κάτοικος Αθήνας το 1841, όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης, ήταν μαζί με τον ίδιο στην Πτώση του Νεόκαστρου και στη Μάχη των Μύλων που προαναφέρθηκαν, καθώς και σε πολλές άλλες, όπως στη Μάχη του Πέτα τον Ιούλιο του 1822, όπου καταστράφηκε το σώμα των Φιλελλήνων, στην ανακατάληψη του φρουρίου του Ακροκόρινθου το 1823, σε μία από τις εκστρατείες στην Κρήτη, καθώς και στη Μάχη του Καματερού το 1826.
Παράλληλα, το πιστοποιητικό αναφέρει τους πολλούς τραυματισμούς του αγωνιστή, μεταξύ άλλων στο στήθος, στο πόδι και στο κεφάλι. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά, ότι ο Λουΐζος ήταν δεκανέας και μέλος της φρουράς του Δημήτριου Υψηλάντη, ένα γεγονός που υποδεικνύει την πολύχρονη εμπειρία του και την πολεμική του ικανότητα, αλλά και ότι ήταν άτομο που απολάμβανε απόλυτης εμπιστοσύνης από κεντρικά πρόσωπα του Αγώνα.
Ωστόσο, η άκρως ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία για την πολεμική δράση του Λουΐζου θα παραμείνει ελλιπής, αφού δεν διασώζονται περαιτέρω στοιχεία, παρομοίως με τόσες άλλες. Μάλιστα, για την Πολιορκία του Νεόκαστρου το 1825 και για την Μάχη των Μύλων κατά το ίδιο έτος, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μακρυγιάννης: «…ειταν μαζι μο με τος πατριοτες το δεν πορο να ξιγισου τιν γενναιοτι και τιμιοτιτα αυτινο του αγονιστι κι τον πατριοτον του…». Η περιγραφή αυτή δηλώνει τη συμμετοχή περισσότερων Κυπρίων αγωνιστών σε πολλές μάχες, όπως ο εμβληματικός αυτός στρατηγός τη βίωσε κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μία παραδοχή του ίδιου του Μακρυγιάννη για την πίστη και τη γενναιότητα των αγωνιστών από την Κύπρο, που όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, συνέβαλαν στην Εθνική Παλιγγενεσία.
Πολλοί από αυτούς άφησαν πίσω τις οικογένειες και τον μακρινό τόπο καταγωγής τους για να πολεμήσουν για την ιδέα της Ελευθερίας, σχεδόν ανήκουστη για ορισμένους μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικού ζυγού, δίνοντας το παρών τους στα πεδία των μαχών. Οι άγνωστες ιστορίες των περισσότερων από αυτούς τους απλούς, αφανείς ήρωες δεν θα μαθευτούν ποτέ, ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε και να αποτυπώσουμε πρίσματα από τις πολύπαθες εμπειρίες τους να εμφανίζονται σε ιστορικά κείμενα της εποχής, όπως είναι τα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών της Επανάστασης.
Ανδρέας Κοκκινόφτας
Ιστορικός (BA, MA) με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ (University of Portsmouth) και στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ (University of Warwick), της Μεγάλης Βρετανίας. Ακαδημαϊκά ασχολείται κυρίως με τη μελέτη της παγκόσμιας απήχησης του Ενωτικού Κινήματος, στα πλαίσια των ερευνών του στην Παγκόσμια και Συγκριτική Ιστορία και στις Αποικιακές Σπουδές. Διεξάγει επίσης έρευνα για την προσφορά της Κύπρου στους Εθνικούς αγώνες. Μεταξύ άλλων υπήρξε συνεργάτης του Ιστορικού Αρχείου Τράπεζας Κύπρου και του Υπουργείου Παιδείας.