«Si vis pacem, para bellum». Αν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο. Αυτό το λατινικό απόφθεγμα, που φαίνεται να προέκυψε περί το 500 μ.Χ., δείχνει να «ξεχάστηκε» για σημαντικό χρονικό διάστημα συνολικά στη Δύση, σε μεγάλο βαθμό και στην Ελλάδα
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάδειξη αμερικανικής μονοκρατορίας, κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για «το τέλος της Ιστορίας», δίνοντας ώθηση σε μια οικονομική παγκοσμιοποίηση, που -θεωρητικά- θα εδραίωνε σταδιακά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές, μέσω της αύξησης της ευμάρειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου, Ελλάδα και Τουρκία ήρθαν πιο κοντά, με αποκορύφωμα ίσως την περίοδο κατά την οποία η Eθνική Tράπεζα εξαγόρασε το 2006 και λειτούργησε μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Τουρκίας. Ούτε είναι βέβαια τυχαίο ότι οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας μειώθηκαν στο διάστημα 2009-2015 κατά πάνω από 50%, ως αποτέλεσμα και της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Προς το παρόν, όμως, η ιστορία όχι απλώς συνεχίζεται αλλά διαψεύδει οικτρά αυτές τις θεωρίες.
Μεγάλος κερδισμένος της παγκοσμιοποίησης αναδείχθηκε η Κίνα, η δεύτερη πλέον υπερδύναμη της εποχής μας και οι Αμερικανοί, αφού κατάλαβαν το λάθος τους, πασχίζουν τώρα να μαζέψουν την «καλούμπα», στο πλαίσιο ενός νέου ψυχρού πολέμου. Οι συρράξεις ανά τον κόσμο δεν έχουν μειωθεί, αντίθετα επιστρέφει η εποχή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», ενώ τα απολυταρχικά καθεστώτα αυξάνονται.
Από την προσπάθεια εναγκαλισμού της Ρωσίας και της «ειδικής σχέσης» με το ΝΑΤΟ, το 2010, περάσαμε στην εισβολή στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Κι από τα ζεϊμπέκικα και τις κουμπαριές με την τουρκική ηγεσία, στη σχεδόν μόνιμη πλέον απειλή θερμού επεισοδίου.
Η αφελής αντίληψη των δημοκρατικών ηγεσιών της Δύσης ότι οι διασυνοριακές οικονομικές σχέσεις και το εμπόριο θα οδηγήσουν περίπου σε εξάλειψη των αναμετρήσεων (σ.σ. με ποιους δηλαδή συναλλάσσονταν πριν το 1914 οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν αντίπαλες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;) διαψεύστηκε οικτρά, καθώς χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία ενσωμάτωσαν τα στοιχεία του καπιταλισμού που έκριναν ότι χρειάζονται, δημιουργώντας δικά τους κοινωνικοοικονομικά μορφώματα, που όμως υποτάσσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα απολύτως στο στρατηγικό κρατικό συμφέρον.
Εμείς και οι Τούρκοι
Η σύγκριση της πορείας Ελλάδας και Τουρκίας, το προηγούμενο διάστημα, είναι ενδεχομένως ακόμη χειρότερη. Ενόσω η χώρα μας ζούσε την περίοδο της, σε μεγάλο βαθμό επίπλαστης, ευμάρειας, αγνοώντας τα ελαττώματα ενός καταστροφικού οικονομικού μοντέλου, σπαταλώντας παντού κι εν συνεχεία καταρράκωνε τον αμυντικό προϋπολογισμό (σε συνεργασία βεβαίως με τους Ευρωπαίους εταίρους της), η Τουρκία του Ερντογάν, εκμεταλλευόμενη τους δικούς της αναπτυξιακούς ρυθμούς, έστηνε τα θεμέλια της ανάδειξής της ως ισχυρής περιφερειακής δύναμης, δημιουργώντας και μεγάλη αμυντική βιομηχανία, την ώρα που εμείς διαλύαμε σχεδόν πλήρως τη δική μας.
Μικρή παρηγοριά, το γεγονός ότι σήμερα η οικονομία της βρίσκεται κι αυτή σε κρίση, όταν ήδη ναυπηγεί και ελαφρύ αεροπλανοφόρο, αντίστοιχο αυτών που διαθέτουν μόνο μεγάλες Δυτικές δυνάμεις, ενώ πολλοί φοβούνται ότι μέσω Ρωσίας, με τη βοήθεια της οποίας κατασκευάζει πυρηνικό σταθμό, επιδιώκει και την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Ποιοι αλήθεια ήταν εκείνοι που ενήργησαν τα προηγούμενα χρόνια ωσάν η Ελλάδα να συνόρευε με το… Λουξεμβούργο, ξεχνώντας την άμυνα; Το ρητορικό αυτό ερώτημα έχει σημασία σήμερα, όχι μόνο διότι σχετίζεται με την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε πλέον, αλλά και διότι ορισμένοι εξ αυτών το παίζουν «τουρκοφάγοι» και υπερπατριώτες.
Η παγίδα της ευμάρειας
Οι ίδιοι πάντως αν ερωτηθούν τώρα, θα δείξουν την οικονομική κρίση αλλά και προς τη μεριά των «εταίρων» μας. Κι εν μέρει, θα έχουν κάποιο δίκιο. Διότι ιδίως πριν ξεσπάσει το προσφυγικό, η προσπάθεια να «ενσωματωθεί» η Τουρκία στην ΕΕ ήταν απολύτως διαδεδομένη πρακτική – και η πίστη στα απαραβίαστα «ευρωπαϊκά σύνορα» (παρότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός να τα φυλάξει) σχεδόν απόλυτη, εντός αλλά και εκτός Ελλάδας.
Αυτή η αντίληψη, την οποία αποκαλώ «παγίδα της ευμάρειας», η πίστη δηλαδή ότι η «κοινή ευμάρεια» προστατεύει από τις διεκδικήσεις (αγνοώντας ότι τα κράτη έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, ότι η συμπεριφορά τους καθορίζεται από ισορροπίες στρατιωτικής και μη ισχύος, ότι εμπεριέχουν σοβινιστικά και εθνικιστικά στοιχεία) έχει και δεύτερη όψη.
Η οποία αφορά το πολιτικό κόστος που επιφέρουν οι υψηλές αμυντικές δαπάνες, σε μια δημοκρατική κοινωνία, συνηθισμένη σε μακροχρόνια ειρήνη, που επιδιώκει τη διαρκή αύξηση του βιοτικού της επιπέδου, σχεδόν πάση θυσία.
Το τίμημα αυτό πληρώνει άλλωστε σήμερα η Ευρώπη, εν μέσω της σταδιακής αμερικανικής απαγκίστρωσης. Καλυμμένα επί δεκαετίες από την πυρηνική και συμβατική ισχύ της «ομπρέλας» των ΗΠΑ, τα ευρωπαϊκά κράτη άφησαν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς να ατροφήσουν τόσο, που να μην είναι σήμερα σε θέση να προβάλλουν αποτελεσματικά την ισχύ τους σε περιοχές όπου θα το επιθυμούσαν. Αφέθηκαν να γίνουν κομπάρσοι και παραμένουν. Τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, πράγμα που μπορεί να επιθυμεί πλέον και ο γαλλογερμανικός άξονας αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, θα απαιτήσει μεγάλο χρόνο.
Πέραν αυτού όμως, η παγίδα της ευμάρειας εξηγεί τη διαχρονική απροθυμία της ΕΕ να εμπλακεί σε οτιδήποτε θυμίζει αναμέτρηση, κι ακόμη περισσότερο, τη διαφαινόμενη αδυναμία της να αντιληφθεί πλήρως τις αλλαγές που συμβαίνουν στο γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο κινούνται αρκετές χώρες, περιλαμβανομένης της Τουρκίας, που ξεκάθαρα επιδιώκει να μεγεθύνει με κάθε τρόπο, περιλαμβανομένης της στρατιωτικής ισχύος, τη σφαίρα επιρροής της.
Το «κενό ισχύος» λόγω ΗΠΑ, ο Πούτιν και ο Ερντογάν
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδηγούν στη συρρίκνωση του ρόλου των ΗΠΑ ως «παγκόσμιου χωροφύλακα». Κάποιοι έχουν να κάνουν με τον Τραμπ, κάποιοι με μια ευρύτερη στροφή, κάποιοι με τις διαταραχές στην ισορροπία δυνάμεων με την Κίνα (πρωτίστως) και τη Ρωσία (δευτερευόντως). Ορισμένοι δείχνουν αναπόδραστοι, τουλάχιστον μακροχρόνια.
Εκείνο που έχει σημασία για την Ελλάδα είναι ότι το κενό ισχύος που προκύπτει, εκμεταλλεύονται κατεστημένες και αναδυόμενες δυνάμεις, προκειμένου να εδραιώσουν τη δική τους θέση. Αυτός είναι ο παράγοντας που αυξάνει τις εντάσεις και οδηγεί σε φαινόμενα που κάποιοι πίστευαν ότι ανήκουν στο παρελθόν.
Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικεί πλέον η Ρωσία του Πούτιν και αναδύεται η Τουρκία του Ερντογάν, από τη Συρία ως τη Λιβύη. Το χειρότερο, δε, είναι ότι παρά τις κατά καιρούς συγκρούσεις στη Συρία και την υποστήριξη αντίπαλων δυνάμεων στη Λιβύη, η Τουρκία φαίνεται να συνεργάζεται άψογα με τη Ρωσία. Και σε ορισμένα θέματα (όπως η αγορά των πυραύλων S-400 και η Συρία) να λειτουργεί ακόμη και ως «δούρειος ίππος» του Πούτιν μέσα στο ΝΑΤΟ.
Εντούτοις, ακόμη και στο περιστατικό που συνέβη μεταξύ Τουρκίας και Γαλλίας κατά τον υποτιθέμενο ναυτικό αποκλεισμό της Λιβύης (και οδήγησε σε έκρηξη οργισμένων δηλώσεων από τη Γαλλία), μόνον οκτώ από τις 30 χώρες-μέλη πήραν θέση υπέρ της Γαλλίας. Μεταξύ αυτών, δεν περιλαμβάνονταν ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Μεγάλη Βρετανία!
Ακριβώς επειδή αμφότερες εμφανίζονται να θεωρούν ως «χρήσιμο ατζέντη» την Τουρκία, στην περιοχή. Όσο κυνικό δε κι αν ακούγεται, η «προθυμία» του Ερντογάν να προβάλει ισχύ, να απειλήσει, αλλά και να εμπλακεί στρατιωτικά, όπως έκανε και εξακολουθεί να κάνει στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, τον καθιστά «παίκτη με επιρροή» στο φλερτάρισμά του με Δύση και Ανατολή.
Το ρευστό σκηνικό των συμμαχιών και η αποτρεπτική ισχύς
Όσο αυξάνει η «πολυμέρεια» σε επίπεδο ισχυρών δυνάμεων, οι ξεκάθαροι διαχωρισμοί της εποχής του ψυχρού πολέμου και τα σχετικώς απλά διλήμματα της Pax Americana μπαίνουν στο χρονοντούλαπο. Οι σύμμαχοι του σήμερα μπορεί να γίνουν εχθροί του αύριο, κι ακόμη περισσότερο, παρατηρούμε φαινόμενα χωρών που συνεργάζονται και αναμετρώνται, ανάλογα με τον τρόπο που συναντώνται τα συμφέροντά τους, ακόμη και στην ίδια χρονική περίοδο.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο τοπίο, με τις ΗΠΑ σε τροχιά αποδρομής, το ΝΑΤΟ διαιρεμένο να αναζητεί ρόλο ενώ η Ευρώπη βρίσκεται σε εμβρυακά στάδια όσον αφορά στην κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική, αλλά και με συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή (χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή την περίοδο η Ιταλία και η Γαλλία, που υποστηρίζουν αντίπαλους παίκτες στη Λιβύη), οι επιλογές της χώρας μας εμφανίζονται πολύ συγκεκριμένες.
Η αναζήτηση συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στις προαναφερθείσες μεγάλες δυνάμεις αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Ο δομημένος διάλογος με την Τουρκία επί συγκεκριμένων θεμάτων (ΑΟΖ – υφαλοκρυπίδα), επίσης. Όμως η στάση της Τουρκίας, το δόγμα επέκτασης που έχει καλλιεργήσει επί δεκαετίες -και είναι αμφίβολο αν θα αλλάξει, ακόμη κι όταν ο Ερντογάν φύγει από το προσκήνιο-, απαιτεί επιπλέον προσαρμογές και θυσίες από πλευράς μας, που μπορεί να είναι επώδυνες οικονομικά, αποδεικνύονται όμως διαχρονικά απαραίτητες.
Πρέπει να βγούμε από την παγίδα της ευμάρειας και να επανεξετάσουμε συνολικά την ισορροπία ανάμεσα «στο βούτυρο και στα κανόνια». Πρέπει να ξαναδούμε τάχιστα και ολιστικά τις αμυντικές μας δυνατότητες (και δαπάνες), πριν να είναι πολύ αργά. Πρέπει να αλλάξουμε επίσης και νοοτροπία ως προς το μέγεθος της ξεκάθαρης απειλής που αντιμετωπίζουμε σήμερα και τις δυσάρεστες προβολές για το μέλλον. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος είναι ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο.
Διότι, φευ, αν χρειαστεί, πολύ δύσκολα θα έρθει κάποιος άλλος να πολεμήσει για μας.
Γιώργος Παπανικολάου