Ανάμεσα στα συμπαραμαρτούντα των τελευταίων ελληνοτουρκικών εντάσεων επανήλθαν και οι προσεγγίσεις του διαπαραταξιακού ενδοτικού μετώπου, με το πέπλο της (δικής τους…) «κοινής λογικής» και του πραγματισμού. Κοινός παρονομαστής η a priori αποδοχή τουρκικών τετελεσμένων, με την «εφ’ όλης της ύλης» συζήτηση των ζεόντων ζητημάτων η οποία, υποτίθεται, δύναται να καταλήξει σε μια αμοιβαία επωφελή συνθήκη και να ανοίξει προοπτικές δημιουργικής συνύπαρξης και αλληλοβοήθειας με τον τερματισμό χρόνιων εκκρεμοτήτων.
H απάντηση στους ακολούθους αυτής της σχολής στο πλαίσιο της hic et nunc συγκυρίας δεν είναι δύσκολη και έχει ήδη δοθεί πειστικότατα.
Μας ενδιαφέρει εδώ όμως να πάμε σε ένα ευρύτερο και σημαντικότερο πεδίο: υποστηρίζουμε λοιπόν ότι κανένα συμφέρον δεν έχουμε ως Ελλάδα και Ελληνισμός με το να ακολουθούμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική με στόχο την λελογισμένη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, επιδιώκοντας το βέλτιστο αλλά αποδεχόμενοι και «απαραίτητους» συμβιβασμούς εν ευθέτω χρόνο.
Συνιστά σφάλμα καίριας και θεμελιώδους σημασίας η επιδίωξη ειρηνικής επίλυσης μιας εκκρεμότητας με αμοιβαίες υποχωρήσεις υπό το κράτος του φόβου μιας πολεμικής σύγκρουσης. Θα προσφύγουμε στην σοφία ενός γνωστού αριστερού (πιο αριστερός δεν γίνεται…), που δίδασκε, σοφά, ότι «αν φοβάσαι τον πόλεμο απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, τότε τι θα κάνεις αν ο πόλεμος γίνει αναπόφευκτος;»
Δυστυχώς οι ιθύνουσες σφαίρες της ελληνικής πολιτείας δεν έχουν εισέτι κατορθώσει να χειραφετηθούν από την παραλυτική επίδραση της φερέοικης gouvernementalité των αισιόδοξων χρόνων του ’90. Η συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών με ένα package deal μόνο χειρότερα μπορεί να κάνει τα πράγματα.
Αν εξαλειφθούν όλες οι εστίες διαμάχης, έστω και στο θετικό σενάριο, όπου οι Τούρκοι θα παραχωρήσουν αληθινά (κατά την γνώμη τους) ανταλλάγματα για να εξασφαλίσουν την πολύφερνη λύση-πακέτο των ονειρώξεών τους, τι μας εγγυάται ότι δέκα χρόνια μετά δεν θα προκύψουν καινούργιες απαιτήσεις; Απολύτως τίποτα, είναι η απάντηση. Εάν μάλιστα συμβουλευθούμε την ιστορία, αμέσως αντιλαμβανόμαστε τους -χωρίς καμία υπερβολή- θανάσιμους κινδύνους.
Το 1959 η Ελλάδα «έκλεισε» το Κυπριακό με την Ζυρίχη και το Λονδίνο, με Ιφιγένεια την Ένωση στον βωμό της διμερούς και περιφερειακής συνεργασίας και εγκαρδιότητας. Παρέλκει η εκτενής ανάλυση, όλοι γνωρίζουν ποια ήταν η συνέχεια.
Το πρόβλημα βρίσκεται στις ρίζες της νομικίστικης, σχεδόν Κελσενιανής κοσμοθεώρησης ενίων διαμορφωτών εξωτερικής πολιτικής στην ημέτερη πλευρά. Η εμμονή με το κλείσιμο εκκρεμοτήτων προδίδει τον τεμπέλικο και ευθυνόφοβο κώδικα που που επικαθορίζει την ύπαρξή τους. Είναι πράγματι αστείο να βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους που ξιφουλκούν για τους αργόσχολους απόστρατους των καφενείων και τους αντιπαραγωγικούς προϊστάμενους των ΔΕΚΟ να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ προ του μεγαλείου μιας από τις πλέον αντιπαραγωγικές και επιζήμιες ομάδας συμφερόντων. Επί του θέματος: η ζωή είναι γεμάτη εκκρεμότητες· από αυτές ξεμπερδεύεις μόνο στον τάφο. Άμα είσαι μαγαζάτορας και πληρώσεις προστασία στον υπόκοσμο μία φορά, θα πληρώσεις και την επόμενη και την μεθεπόμενη.
Απέναντι στον Κελσενιανό νομικισμό, θα αντιτάξουμε το Σμιτιανό παράδειγμα: ποιος είναι ο φίλος μας και ποιος ο εχθρός; Από εκεί εκκινούν και εκεί καταλήγουν όλα. Με την εξωτερίκευση των αντιθέσεων και την ανάθεση στην Τουρκία του ρόλου του εχθρού, επιτελείται σπουδαίο έργο στον τομέα της εθνικής ενότητας και ανάτασης. Όχι σήμερα, αλλά από την εποχή του Ρήγα και των Οθωμανών και εντεύθεν. Έτσι χτίστηκε το νεοελληνικό κράτος, δίδοντας εκ νέου πολιτειακή έκφραση και υπόσταση σε ένα έθνος που έρχεται από πολύ μακριά.
Οι Τούρκοι δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν με τις ημέτερες επιδιώξεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, στον ζωτικό μας χώρο δηλαδή, απ’ όπου αναπνέουμε γεωστρατηγικά. Οποιαδήποτε συνολική διευθέτηση, έστω και με τμηματικά οφέλη, θάβει οριστικά τις δυνατότητες στρατηγικής επιρροής (και, γιατί όχι, ηγεμονίας) στην κονίστρα της Ανατολικής Μεσογείου.
H πολιτική και γεωστρατηγική αξία Ελλάδας και Κύπρου ακρωτηριάζεται και η Τουρκία αναγνωρίζεται ως ο χωροφύλακας αυτής της τόσο κρίσιμης περιοχής.
Με την έκλειψη των διαφωνιών, διαμέσου της λύσης-πακέτο, δίδεται το πράσινο φως σε ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και δυστυχώς ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να συζητά μόνο με την Τουρκία και να υπολογίζει αποκλειστικά τις τουρκικές επιδιώξεις, συμφέροντα και ευαισθησίες οποτεδήποτε χρειάζεται κάτι να λάβει χώρα σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα δεν θα διαφέρει από την Σλοβενία ή την Βουλγαρία. Και κάθε τόσο τα πράγματα θα γίνονται χειρότερα. H Φινλανδοποίηση, η άρνηση στον Ελληνισμό όχι απλά της υπεράσπισης ζωτικών συμφερόντων του αλλά της αυθύπαρκτης δράσης στην διεθνή κοινωνία, δεν θα βρίσκεται πολύ μακριά.
Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη η κατανόηση όλων αυτών. Επιβάλλεται όμως ο ορίζοντας να ξεπερνά τις φερέοικες ιδεοληψίες των δεξαμενών σκέψης. Τι έλεγε ο Σωκράτης για «τὸν εὖ στρατηγήσοντα ἔχειν»; Ότι κάποιες φορές οι περιστάσεις επιβάλλουν «καὶ φιλόφρονά τε καὶ ὠμόν, καὶ ἁπλοῦν τε καὶ ἐπίβουλον, καὶ φυλακτικόν τε καὶ κλέπτην, καὶ προετικὸν καὶ ἅρπαγα καὶ φιλόδωρον καὶ πλεονέκτην…».
Γιάννος Μπαρμπαρούσης
Πολιτικός επιστήμων και διεθνολόγος