Εκείνο το βροχερό Φεβρουάριο του 1958 πλημμύριζαν οι αίθουσες των Γυμνασίων με το «Eγερτήριον Σάλπισμα», αόρατοι έφηβοι έμπαιναν μέσα από τους φεγγίτες και τις χαραμάδες και σκορπούσαν τα μηνύματα της λευτεριάς, τους προάγγελους της γαλανής αγκάλης.
Εκεί μέσα στις ταλαιπωρημένες, από τους πολυγράφους, σελίδες κάποιος «Μνάσων Αποστόλου», γονατιστός μπρος της Παναγιάς το εικόνισμα, μιλούσε για το στρατιώτη. Σαν έφυγε από κοντά μας, έκλαιγε το παλληκάρι του Μεσαρίτικου κάμπου:
«Δροσοπηγές της Πιτσιλιάς που αγγίξανε τα χείλη του,
χιονίστρα που τα χιόνια σου λιώσανε στη ματιά του,
χαροκαμένα κέδρα κι αγρινά, φίλοι της μοναξιάς του,
αγριοπερίστερα που ταξιδεύατε τους λογισμούς του,
κι εσείς κομμένες κερασιές του Πεδουλά που σας αρνηθήκαν ανθό,
πέστε το «χαίρε» στο Λεβεντονιό που δεν θα ξαναδείτε.
Το Σταυροβούνι αγνάντια κλαίει και καμαρώνει.
Μένουν τα αητόπουλα που πότισε αθάνατο νερό,
που γύμνασε να φτερουγούν κατάντικρυ στον ήλιο
μ’ ολάνοιχτα τα μάτια τους δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο
αντιμετρήθηκε και νίκησε η ψυχή μας.
Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο στου Xάροντα τα χέρια
γνωρίσαμε την όψη που με βια μετράει τη γη
“Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις”
και εμείς με τη σφεντόνα και το ψαλτήρι του Δαυίδ»
Η Παναγιά του Μαχαιρά, ελπίδα κι αποκούμπι στις δύσκολες ώρες. Το εικόνισμά της το μαχαιρωμένο συντροφιά μας στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες, ιστορία χιλιοειπωμένη και πάντα όμορφη, πάντα ελκυστική στα χείλη του παππού, στα λίγα λόγια της μάνας.
Ο ποιητής δεν θυμιατίζει μοσκολίβανο στην Άγια Tης εικόνα. Φέρνει στη χάρη Tης ογδόντα τρεις στίχους όλους κι όλους. Aλλού ιστορεί κι αλλού παρηγορεί. Ένας κι αυτός από τους «ασκητές της Λευτεριάς, αποθέτει στη χάρη Tης πλάι στο μπαρούτι και στο σώμα του, ένα σώμα έτοιμο για το μαρτύριο», τον ταπεινό του λόγο. Πλημμυρισμένο από σύμβολα χριστιανικά, πότε θρηνητικό και πότε ρωμαλέο:
Σήμερα δεν είναι το εικόνισμά Σου μαχαιρωμένο, Δέσποινα του Μαχαιρά.
Σήμερα σκίζει το ανόσιο μαχαίρι τη ζωντανή, μητρική Σου καρδιά.
Στο πέρασμα της καινούργιας Σου θλίψης
σκύβουν τα πεύκα και προσκυνούν.
Μυροφόρες του Επιτάφιου από τα δάκρυά σου ευωδιάζουν.
Στες λαίμαργες παλάμες του Ιούδα
τριάντα κομμάτια ασήμι πέφτουν ένα, ένα.
Aκούγονται σαν σφυριά δαιμονικά πάνω σε σταυρό.
Σαν πυρωμένα καρφιά που τρυπάνε τα τύμπανα της ανθρώπινης ακοής
και ματώνουν αιώνια τη ζεστή μητρική Σου καρδιά:
«Αμοιβή πέντε χιλιάδων λιρών»…
Σ’ εκείνη την ταπεινή σπηλιά, ίδια σκήτη αναχωρητή, μια μάχη αρχίζει. Αναμετριέται η ψυχή με τους γιους της νύχτας, αυτούς που μέρα μεσημέρι δεν ντράπηκαν να βλασφημήσουν μια εικόνα του Θεού.
Το καρβουνιασμένο κορμί του, τα τσουρουφλισμένα ντουβάρια, τα πλουμισμένα με το αίμα του μαρτυρούν την απανθρωπιά τους και τη νίκη του.
Τη χρονιά που «ξύπνησε ο Διγενής» ανάμεσα στους σποριάδες που ρίξαν στάρι αλλιώτικο στη κυπριώτικη γη ήταν και ο ποιητής. Ακόλουθος των πρωτοπόρων. Ακόλουθος του Ζήδρου, του νέου Aίαντα.
Τα στάρι, σπόρος του ξεσηκωμού, θάφτηκε στη γη και με τον καιρό όλοι πήραν να αναρωτιούνται τι να ’γινε, κι ας ήταν σίγουροι πως θα καρπήσει κάποτε.
Σαν πέρασαν δυο χρόνια ήρθε η απάντηση:
Στους λυσιώτικους κάμπους πεθάναν στο χώμα
οι σπόροι του σιταριού
μ’ αναστηθήκαν σε φύτρα που πάνε για ολόγιομα στάχυα.
Στα μαρμαρένια αλώνια όπου παλαίψαμε
θ’ αλωνίσουμε το λιγοστό μας σιτάρι μα όχι πια για τους κουρσάρους.
Θα ’χουμε για τα παιδιά μας ψωμί, για την Κυριακή αντίδωρο
και για μνημόσυνο της Λεβεντιάς στους αιώνες των αιώνων.
Το ποίημα πήρε το δρόμο του. Το διάβασαν στην ανάπαυλα των διαδηλώσεων τα παιδιά της Κύπρου, τα μαθητούδια που έγιναν άνδρες ξαφνικά, τα κοριτσόπουλα που κρύψαν τις πλεξίδες και φορτώθηκαν το ταχυδρομείο ενός αγώνα.
Το σιγοψιθύριζαν οι αντάρτες ανεβαίνοντας μες στην καταιγίδα τον κυπριακό Όλυμπο. Το απάγγελλε στη γαλανόλευκη ο σημαιοφόρος, ο αγονάτιστος μπροστάρης των αιματηρών διαδηλώσεων.
Ύστερα σαν ήρθε «με σπασμένα φτερά» στο νησί η λευτεριά, το είπαμε στα Φυλακισμένα Mνήματα, το ψάλαμε στο πρώτο λεύτερο μνημόσυνο. Το διαβάσαμε στο γερο-Πιερή και στην κυρα-Αντωνού, το απαγγείλαμε στις γιορτές μας.
Πάντα όμως έμενε στην ψυχή μας η χωματερή γεύση ενός θανάτου. Η νοσταλγία ενός ονείρου νεκρού πια. Σταυρωμένου από μια αυτοκρατορία στ’ ανήλεα τραπέζια κάποιων συμφωνιών.
Τώρα, χρόνια μετά, η Λύση απόμακρη ανάμνηση. Ηρωομάνα χωρίς ήρωες στις πλατείες της. Ο Αυξεντίου τύψη στη ζωή μας.
Τύψη για μας και η
θύμηση του ποιητή με τους λευκούς κροτάφους. Παραφωνία στον τρελό χορό της
ευδαιμονίας μας:
«Ο Θεός ξέρει τα κλάματα που έκαμα γράφοντάς το».
Γιάννης Πεγειώτης