Τα κρίσιμα λάθη της τουρκικής ηγεσίας και η… κρίσιμη “βοήθεια” από την ελληνική πλευρά
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι τις τελευταίες ημέρες συντελέστηκε μια μεγάλη ανατροπή στην ελληνική πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση που έδειξε για μια φορά ακόμα μετά τον Έβρο σωστά αντανακλαστικά, αντελήφθη με τη βοήθεια της στρατιωτικής ηγεσίας την πραγματική αξία του στρατιωτικού εργαλείου και το αξιοποίησε με τον σωστό τρόπο, επιδιώκοντας να παραχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αυτό έγινε, θέτοντας γερό θεμέλιο στο να ανατραπεί σταδιακά στην τουρκική σκέψη η επιρροή του δυσμενούς για την Ελλάδα προηγούμενου των Ιμίων, με την ελπίδα να ξεκινήσει μια διαδικασία σταδιακής αλλαγής του γενικού πλαισίου εκδήλωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Εάν τα φοβικά σύνδρομα δεκαετιών αντιμετωπιστούν, τότε οι επιπτώσεις στις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Τουρκίας θα μπορούσαν να αποδειχθούν καθοριστικές…
Η Τουρκία εισήλθε στην κατάσταση κλιμάκωσης έχοντας ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές. Χωρίς υπερβολή και βοηθούμενοι από σχετικά δημοσιεύματα στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, στις αναλύσεις πρέπει να αντιμετώπιζαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως μια -σε γενικές γραμμές- συνέχεια της περίπτωσης του Κώστα Σημίτη, δίνοντας μεγάλο ποσοστό στην πιθανότητα επαλήθευσης της εκτίμησης.
Φαίνονται, ότι ο Μητσοτάκης ως ένας φιλελεύθερος πολιτικός με σαφή “φιλειρηνικό προσανατολισμό” και προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, θα αποδεικνυόταν και αυτός φορέας αντιλήψεων παρόμοιων του Κώστα Σημίτη, που οδήγησαν στα λάθη του χειρισμού της κρίσης των Ιμίων με τα γνωστά αποτελέσματα.
Κατά συνέπεια, πίστεψαν ότι με την επίδειξη συμπεριφοράς με βάση τον στρατιωτικό καταναγκασμό, η οποία ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία τους, άρα θα το έκαναν καλά, θα μπορέσουν να οδηγήσουν την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση αδυναμίας.
Στη συνέχεια, “πουλώντας” τη στρατηγική αξία του γεωγραφικού χώρου που καταλαμβάνουν, όπως παγίως πράττουν, σε μια Δύση που δεν έχει αντιμετωπίσει ψυχολογικά και δεν έχει οριοθετήσει το σύνδρομο της “αναντικατάστατης Τουρκίας”, στο τέλος θα τα καταφέρουν.
Υψηλού ρίσκου στρατηγική
Δηλαδή, θα κατορθώσουν στο τέλος είτε να αναλάβουν ρόλο στην περιοχή είτε απλώς να “αποζημιωθούν” για μια ακόμη φορά με τα κατάλληλα ανταλλάγματα, τα οποία θα στρέφονται όλα σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Αυτό που δεν είχαν αντιληφθεί επαρκώς οι Τούρκοι, ήταν ότι επρόκειτο για μια στρατηγική υψηλού ρίσκου. Πόνταραν στο ότι ακόμα κι αν αρχικά η Αθήνα επεδείκνυε διάθεση αντίστασης, η υπερδεκαετής παραμέληση επένδυσης στην ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία θα έφερνε τα επιθυμητά γι’ αυτούς αποτελέσματα, αργότερα ή γρηγορότερα.
Οι εξελίξεις τους εξέπληξαν δυσάρεστα, με αποτέλεσμα όσο επέμεναν στη στρατηγική τους περιμένοντας να καμφθεί η ελληνική πλευρά, τόσο μεγάλωνε το ρίσκο που αναλάμβαναν. Σημειωτέον, ότι δεν διακυβεύεται γι’ αυτούς μόνο το ελληνοτουρκικό μέτωπο, καθώς ο Ερντογάν έχει εμπλέξει τη χώρα του και στη Λιβύη, με την Ελλάδα να κρατά τα κλειδιά αποκοπής των δυνάμεών του από τις πηγές εφοδιασμού τους, σε περίπτωση που το αποφασίσει…
Το κρίσιμο σημείο ήταν το περιστατικό με τις φρεγάτες, την ελληνική ΛΗΜΝΟΣ με την τουρκική KEMALREIS. Διότι μέχρι εκείνο το σημείο είναι φυσικό η διαχρονικά γνήσια φιλειρηνική ελληνική πολιτική ηγεσία να διακατεχόταν από έντονο άγχος για το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης και αντανακλαστικά να αποτρέπεται από όσα είχε εκπαιδευθεί να θεωρεί “υπερβολές”.
Για να είμαστε και απόλυτα ειλικρινείς, δεν είναι και εύκολο να το διαχειριστείς ψυχολογικά, ιδίως όταν η χώρα στερείται και κουλτούρας και θεσμών που να μελετούν και να συμβουλεύουν – εκπαιδεύουν την πολιτική ηγεσία στην συχνά “παράλογη λογική” της στρατηγικής, που όμως συχνότατα καθορίζει το αποτέλεσμα σε τέτοιες καταστάσεις.
Εκεί καθοριστικό ρόλο έπαιξε η διαισθητική εμπιστοσύνη που έδειξε ο πρωθυπουργός προσωπικά στη στρατιωτική ηγεσία που αυτός είχε επιλέξει. Την ίδια εμπιστοσύνη έδειξαν -και δείχνουν- και οι ηγεσίες των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, με τον επικεφαλής του πρώτου να περιορίζεται σε ουσιώδεις παρατηρήσεις που θα “λείαιναν” επικοινωνιακά μια στρατιωτική επιλογή, ώστε να μην προκαλέσει ζημιά στις διεθνείς συμμαχίες της χώρας.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι η απόφαση εμπλοκής προς αντιμετώπιση πρόκλησης έγινε σε ένα σημείο μάλιστα που οι Τούρκοι βαυκαλίζονται ότι έχουν το απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Η ενέργεια δεν ήταν αναμενόμενη, με αποτέλεσμα να επικρατήσει αμηχανία στην τουρκική ηγεσία που είχε ήδη καταγράψει την επιδεικτική ευχέρεια αντιμετώπισης των τουρκικών πρωτοβουλιών από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Πολεμική προετοιμασία
Ωστόσο, θα πρέπει να πιστωθούν στους Τούρκους επιτελείς δυο ενέργειες: Η πρώτη είναι η ορθή εκτίμηση ότι τέτοιες ενέργειες σε ένα πειθαρχημένο στράτευμα δεν είναι το αποτέλεσμα παρόρμησης της στιγμής και η δεύτερη ότι αντελήφθησαν γρήγορα ότι θα μπορούσε να αποτελεί προοίμιο περεταίρω κλιμάκωσης της ελληνικής αντίδρασης.
Γνωρίζουν καλά ότι οι εντυπωσιακές τηλεοπτικές εικόνες που επιλέγουν να προβάλλουν δεν πάνε πάντα μαζί με την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα. Αυτό φάνηκε μερικές ώρες αργότερα στην ομιλία Ερντογάν την επόμενη ημέρα, στην οποία επιχείρησε να απειλήσει εάν δεχόταν επίθεση το Oruc Reis…
Ασφαλώς από το τουρκικό Επιτελείο θα είχε επισημανθεί η παύση εκπαιδευτικών πτήσεων από την πολεμική Αεροπορία και η ετοιμότητα άμεσης απογείωσης για την εκτέλεση πολεμικών αποστολών σε όλο το εύρος του ελληνοτουρκικού μετώπου. Παρομοίως, λογικά είχαν καταγραφεί παρόμοια προπαρασκευή σε συνοριακές περιοχές της χώρας από την πλευρά των χερσαίων δυνάμεων.
Παρά τους συνήθεις λεονταρισμούς, γνωρίζουν καλά στην Τουρκία τι θα κληθούν να αντιμετωπίσουν εάν δοθεί η εντολή, την οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είναι λίγοι αυτοί στην ελληνική πλευρά που παρακαλούν να λάβουν. Υπάρχει σωρευμένη οργή στις Ένοπλες Δυνάμεις για την τουρκική συμπεριφορά, ακόμα και για τις απαξιωτικές δηλώσεις των Τούρκων επισήμων.
Η δε βαθειά γνώση του αντιπάλου και των -πολλών- αδυναμιών του, έχει οδηγήσει πολλούς να διατυπώνουν αρμοδίως εκτιμήσεις, ότι σε περίπτωση εμπλοκής το “ξήλωμα του πουλόβερ” θα οδηγήσει σε απρόβλεπτη για την Τουρκία κατάληξη… Η Τουρκία έχει επίσης καταγράψει την αυτοπειθαρχία και την πλήρη υποταγή του στρατιωτικού εργαλείου στην πολιτική εξουσία.
Η Ελλάδα, ως γνήσια φιλειρηνική χώρα έσπευσε δια του πρωθυπουργικού διαγγέλματος να δώσει μια τελευταία προειδοποίηση στον αντίπαλο ότι είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Η ίδια προειδοποίηση αφορούσε εταίρους και συμμάχους. Ο χρόνος πρωτοβουλιών για την αποτροπή της σύγκρουσης τελείωνε, με την Ελλάδα να έχει εξαντλήσει κάθε λογικό όριο για να την αποφύγει.
Όταν μια στρατηγική αποδίδει δεν την αλλάζεις
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα των προθέσεών του από την αντιμετώπιση της κατάστασης στον Έβρο. Έχοντας συναίσθηση του ορίου της γνώσης που μπορεί να έχει ένας πρωθυπουργός, έδειξε την πρόθεση να εμπιστευθεί τους ειδικούς σε κάθε τομέα, αρκεί να μπορέσει να εμπιστευθεί και τον άνθρωπο-φορέα της εξειδικευμένης γνώσης.
Η συμπεριφορά του μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τον τομέα επιστημονικής του εξειδίκευσης στο οποίο και σταδιοδρόμησε (χρηματοοικονομικός κλάδος / επενδύσεις), πάντα σε συνδυασμό με το ανεπτυγμένο στους πολιτικούς συναίσθημα πολιτικής επιβίωσης: Τόσα βάζω, τόσα προσδοκώ να πάρω αναλαμβάνοντας τόσο ρίσκο, με αυτό το “σχέδιο β” σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά. Δεν άργησε να αντιληφθεί ότι το ίδιο ισχύει και με τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Η τακτική αυτή του βγήκε στον Έβρο, όπου αντελήφθη σωστά και εγκαίρως, το κατεπείγον της κατάστασης, τη σοβαρότητα της απειλής και τις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Κάπου εκεί διαπίστωσε ότι παρά την πολυετή εγκατάλειψη, οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι ένας μηχανισμός δομημένος με τρόπο ώστε να φέρνει αποτέλεσμα με ό,τι διαθέτει.
Όταν ήρθε η ώρα αντιμετώπισης της εκτός ορίων συμπεριφορά της Τουρκίας ήταν μάλλον αναμενόμενο να πράξει το ίδιο. Το ερώτημα ήταν πόσο θα αντέξει την πίεση της Τουρκίας και την κλιμάκωση που θα τον έφερνε νομοτελειακά ενώπιον πολύ δύσκολων αποφάσεων. Μέχρι στιγμής η επιλογή δείχνει να τον δικαιώνει.
Σε κάθε περίπτωση, όσοι διαχειρίζονται την κρίση από ελληνικής πλευράς, αντελήφθησαν επαρκώς τις κραυγαλέες αντιφάσεις της Τουρκίας. Την ασυμβατότητα των οικονομικών δεδομένων για μια χώρα που παριστάνει στρατιωτικά την υπερδύναμη και την αδράνεια, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικού συναγερμού.
Αντελήφθησαν επίσης, ότι η ελληνική στάση εξάντλησης κάθε περιθωρίου λογικής συνεννόησης με την Τουρκία για την αποφυγή στρατιωτικής εμπλοκής, παρήγαγε στην πράξη το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα με την Τουρκία
Προφανώς για να πείσουν την ελληνική ηγεσία ότι είναι αποφασισμένοι να αποσπάσουν όσα επιδιώκουν, οι Τούρκοι επεδείκνυαν με τη ρητορική αλλά και με τη στρατιωτική τους στάση ετοιμότητα εμπλοκής. Εν ολίγοις, η Τουρκία αποθρασυνόταν διαρκώς. Έπρεπε λοιπόν να μπει ένα τέλος με κάθε κόστος.
Αντί επιλόγου…
Η συμπεριφορά της Ελλάδας στην τελευταία κρίση αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Ωστόσο, οι θετικές αναφορές στην παρούσα ανάλυση, δεν επιδιώκουν να δώσουν την εντύπωση ότι αίφνης διορθώθηκαν οι παθογένειες δεκαετιών, ή ότι όλα έγιναν σωστά. Εν καιρώ θα πρέπει να επανέλθουμε και να διεξαχθεί μια μεγάλη και κυρίως σοβαρή συζήτηση…
Είναι αναμφισβήτητα μια ευκαιρία να γίνουν διορθώσεις και να προωθηθούν υγιείς θεσμικές πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν σταδιακά βελτίωση της κατάστασης. Κυρίως όμως θα πρέπει να γίνει ταχέως αντιληπτό το επίπεδο του επιτεύγματος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να έχουν κατορθώσει να μείνουν όρθιες παρά τις σωρευμένες ελλείψεις από την υπερδεκαετή αδράνεια.
Αποτελεί τεράστια ευκαιρία για τον ελληνικό πολιτικό κόσμο να ξανασκεφθεί τις προτεραιότητες της χώρας, αλλά και να κατανοήσει πόσο ισχυρό εργαλείο πολιτικής και όχι ολέθρου, είναι στα χέρια συνετών πολιτικών και αξιωματικών, αλλά και μιας ώριμης κοινωνίας, ένα αξιόμαχο και καλά εξοπλισμένο στράτευμα. Είναι εργαλείο ειρήνης και διαφήμισης της χώρας διεθνώς.
Η Ελλάδα παραμένει “με το όπλο παρά πόδα”, πιστή στο δίκαιο των θέσεών της, αλλά με πρόθεση διπλωματικής διευθέτηση κάθε διένεξης, εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Υπάρχουν και διεθνείς δικαιοδοτικοί μηχανισμοί να κρίνουν αντιδικίες, υπάρχουν και οι λογικοί συμβιβασμοί.
Αυτό που δεν μπορεί να υπάρξει είναι ο παραλογισμός της απόπειρας αλλαγής όσων διεθνώς ισχύουν για να “βολευτεί” μια χώρα που ολοένα και περισσότερο υιοθετεί συμπεριφορά διεθνούς παρία. Η Ελλάδα έχει και τη φρόνηση και την ισχύ να αντιδράσει αποτελεσματικά σε τέτοιες απόπειρες. Έχει κάνει μια καλή αρχή και πρέπει να συνεχίσει.
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ / ISDA)
www.defencepoint.gr