Η Επανάσταση του 1821 έχει ένδοξες στιγμές γεμάτες ηρωισμό από τους Ελληνες που δεν δίστασαν να τα βάλουν με τους πολυάριθμους Τούρκους και στο τέλος να αποτινάξουν τον ζυγό φέρνοντας την πολυπόθητη λευτεριά.
Οι μάχες και οι ναυμαχίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα:
Το χάνι της Γραβιάς
O Ομέρ Βρυώνης μόλις είχε περάσει από την Αλαμάνα σουβλίζοντας τον Αθανάσιο Διακο που αντιστάθηκε μέχρι τέλους. Πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του κατά της Πελοποννήσου, διέταξε τους πιστούς του καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδας να μαζευτούν στη Γραβιά Φωκίδος για να τους πάρει μαζί του. Μέσα στα προσκλητήρια ήταν και αυτό στον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο οποίος όμως είχε άλλα σχέδια.
Στις 3 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφθασε στη Γραβιά με τον Κοσμά Σουλιώτη, τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και μία ομάδα από 100 περίπου άνδρες. Κάλεσε και άλλους καπεταναίους όπως τους Πανουργιά και Δυοβουνιώτη και τους ζήτησε να κλειστούν στο χάνι της Γραβιάς και να ανακόψουν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη.
Όμως ούτε ο Πανουργιάς, ούτε ο Γιάννης Δυοβουνιώτης δέχτηκαν και προτίμησαν να οχυρωθούν σε άλλα σημεία. Ο Ανδρούτσος με τους άνδρες του κλείστηκαν μέσα στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Ομέρ Βρυώνης εύκολα πέρασε τους καπεταναίους που ήταν έξω από αυτό αλλά όταν έφτασε στο Χάνι άκουγε τραγούδια και έβλεπε τους χορούς., Ο Ανδρούτος με τους άνδρες του είχαν στήσει τρελό γλέντι εξοργίζοντας τον Βρυώνη.
Εστειλε τον Χασάν-δερβίση για να πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Όμως ο Ανδρούτσος δεν δέχτηκε και η διαπραγμάτευση έγινε υβριστική, με αποτέλεσμα ο δερβίσης να πέσει νεκρός από σφαίρα του Ανδρούτσου. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο πανδοχείο, αλλά αποκρούσθηκαν με μεγάλη ευκολία.
Ο Βρυώνης βλέποντας τους άνδρες του να πέφτουν από τα πυρά των Ελλήνων, διέταξε να φέρουν κανόνια για να ανατινάξει το κτίριο αλλά μέχρι να έρθουν οι Ελληνες είχαν καταφέρει να εγκαταλείψουν το Χάνι και να ξεφύγουν.
Πάνω από 300 Τούρκοι σκοτώθηκαν και 600 είχαν τραυματιστεί ενώ οι Έλληνες έχασαν μόνο 6 πολεμιστές. το πιο σημαντικό ήταν ότι εμποδίστηκε η κάθοδος του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί.
Η μάχη του Βαλτετσίου
Η πρώτη μεγάλη νίκη του Κολοκοτρώνη. Ο «Γέρος του Μοριά» πολιορκώντας την Τρίπολη είχε στήσει στρατόπεδα στις γύρω περιοχές και μέσα σε αυτές ήταν και το Βαλτέτσι. Στις 24 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από την Τρίπολη με 4.000 άνδρες και επιτέθηκε στο Βαλτέτσι. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριού όπου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του έσπευσε ο Δημήτρης Πλαπούτας χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.
Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από την Τρίπολη με 12.000 Τουρκαλβανούς με προορισμό την Καλαμάτα. Τότε κατέφθασε ο Κολοκοτρώνης, αφού ειδοποιήθηκε, με 700 άνδρες. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τη νύχτα χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέα επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης ο Κεχαγιάμπεης διέταξε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους ανάγκασε σε άτακτη φυγή, πετώντας τα όπλα τους.
Συνολικά οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και πάνω από 500 τραυματίες ενώ οι Έλληνες μόλις δύο. Οι Έλληνες, οι οποίοι πολέμησαν για πρώτη φορά κάτω από σωστή οργάνωση, πήραν θάρρος συνειδητοποιώντας την ανωτερότητά τους έναντι των Τούρκων.
Η Αλωση της Τριπολιτσάς
Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών για μήνες ήταν γύρω από την Τριπολιτσά. Κολοκοτρώνης, Γιατράκος, Αναγνωσταρας και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχαν σχηματίσει έναν κλοιό από 15000 άνδρες. Τέλη Αυγούστου έφτασε από την Μασσαλία με πλοίο του ο Σκώτος φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον, με Έλληνες και φιλέλληνες εθελοντές, τρία πυροβόλα και εξακόσια τουφέκια.
Από τα χαράματα της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821 όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση: οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οιΤούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.
Κατά τον Φιλήμονα πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης. Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης. Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης και άρχισε να κτυπά το σαράι.
Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική. «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες», έγραψε αργότερα ο Κολοκοτρώνης.
Τα αποτελέσματα της Αλωσης ήταν ότι η ελληνική Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό, καθώς μεγάλες ήταν οι αναφορές του διεθνούς Τύπου.
Μάχη στα Δερβενάκια
Στις 6 Ιουλίου του 1822 με 25.000 άνδρες στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Βασικός του στόχος ήταν η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και η κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά με τη βοήθεια του στόλου, που θα κατέπλεε στον Αργολικό Κόλπο.
Παρακούοντας τους τοπικούς τούρκους ηγέτες, οι οποίοι τον συμβούλευσαν να κάνει ορμητήριό του την Κόρινθο κι έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ο Δράμαλης διέταξε τον στρατό του να προελάσει προς το Ναύπλιο για να λύσει την πολιορκία του. Αφού κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, έφθασε ανενόχλητος στο Άργος και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη στις 12 Ιουλίου. Οι επαναστάτες πιάστηκαν στον ύπνο και δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν τα μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενά, από τα οποία διήλθε η τουρκική στρατιά.
Ο Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να περιορίσει τον στρατό του Δράμαλη στην Αργολίδα και να ματαιώσει την πορεία του προς την Τριπολιτσά και τον ανάγκασε να πάρει την απόφαση να επιστρέψει στην Κόρινθο. Το σχέδιο υποχώρησης του Δράμαλη έγινε αντιληπτό από τον Κολοκοτρώνη και παρά τις διαφωνίες των προκρίτων, έσπευσε να καταλάβει τις στενές διαβάσεις που οδηγούσαν από το Άργος στην Κόρινθο, με 2.500 άνδρες.
Στις 26 Ιουλίου 1822 στα στενά των Δερβενακίων, οι Τούρκοι έχασαν πάνω από 3.000 άνδρες. Ο Δράμαλης και οι εναπομείναντες άνδρες του προσπάθησαν να διαφύγουν την επομένη από την κλεισούρα του Αγιονορίου. Όμως, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας ήταν κι εκεί για να προκαλέσουν νέες βαριές απώλειες στον Δράμαλη στις 28 Ιουλίου.
Ο Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε από την Κυβέρνηση Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, κατ’ απαίτηση των οπλαρχηγών αλλά το κυριότερο ήταν ότι η Επανάσταση είχε διασωθεί.
Η μάχη του Κερατσινίου
Στις 4 Μαρτίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης θριαμβεύει επί του Κιουταχή στο Κερατσίν. Ο Κιουταχής επιχείρησε επίθεση με 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Αρχικά στράφηκε σ’ ένα οχυρωμένο μετόχι, που το υπερασπίζονταν ο Τούσας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Νικόλαος Κασομούλης, με τους λιγοστούς άνδρες τους. Αφού το κανονιοβόλησε, ετοιμάστηκε γύρω στο μεσημέρι για την τελική έφοδο.
Βλέποντας ο Καραϊσκάκης την κρισιμότητα της κατάστασης, επιχείρησε αντιπερισπασμό, τον οποίο όμως αντιλήφθηκε ο Κιουταχής και χώρισε τις δυνάμεις του στα δύο. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή, όταν εμφανίστηκε το ιππικό του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, που τους προξένησε βαρύτατες απώλειες.
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν σημαντικές για τη δύναμη που παρέταξαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25.
Ηταν ο τελευταίος μεγάλος θρίαμβος του Καραϊσκακη ως αρχιστράτηγος καθώς λίγες μέρες αργότερα, θα του αφαιρεθεί η αρχιστρατηγία της Ρούμελης με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας.
Η Μάχη της Πέτρας
Ηταν η τελευταία μάχη του Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία και έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας, μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς.
Τον Αύγουστο του 1829 και ενώ η Πελοπόννησος είχε απελευθερωθεί ο Τουρκαλβανός πολέμαρχος Ασλάν Μπέης Μουχουρδάρης, είχε την αποστολή να μαζέψει όλη την τουρκική στρατιά και να την οδηγήσει στην Αδριανούπολη για να αντιμετωπίσουν τους Ρώσους.
Ο Υψηλάντης έστησε ενέδρα στην τουρκική στρατιά που αποτελούνταν από 7.000 στρατιώτες στη στενή δίοδο της Πέτρας. Ηταν μία από τις λίγες φορες που οι Ελληνες παρουσίασαν τακτικό στρατό αποτελούμενο από 4.000 άνδρες. Ο Υψηλάντης δημιούργησε οχυρώματα και τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι προσπάθησαν να τα εράσουν. Οι Τουρκαλβανοί ήταν οι πρώτοι που υποχώρησαν παρασύροντας και τους υπόλοιπους Τούρκους, που κινδύνευαν να περικυκλωθούν.
Οι Έλληνες είχαν 3 νεκρούς και 12 τραυματίες, ενώ οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης περίπου 100 νεκρούς και 4 σημαίες. Την επομένη της μάχης (13 Σεπτεμβρίου) ο τούρκος διοικητής Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, που ενδιαφερόταν να εκτελέσει τις διαταγές της Πύλης και να βρεθεί στη Θράκη, προσφέρθηκε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες, προκειμένου να περάσει τα στενά της Πέτρας.
Οι Έλληνες δέχθηκαν, υπό τον όρο να παραδώσουν την περιοχή από τη Λιβαδιά ως τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα. Έπειτα από διαπραγματεύσεις που κράτησαν όλη τη μέρα, η συνθήκη υπογράφηκε τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Σεπτεμβρίου. Αυτή ήταν η πρώτη συνθηκολόγηση Τούρκων στο πεδίο μάχης.
Η ναυμαχία του Αργολικού
Ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε από την Πάτρα στις 27 Αυγούστου 1822, βάζοντας πλώρη για τον Αργολικό κόλπο.
Ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος από 60 μικρά πλοία και 10 πυρπολικά, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη έπλευσε να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο κίνδυνο. Ο Μιαούλης βλέποντας ότι ο τούρκικος στόλος υπερέχει κατά πολύ σε δύναμη διέταξε όλο τον Ελληνικό στόλο που είχε παραταχθεί στο Χέλι της Πελοποννησιακής παραλίας, να πλέει πολύ κοντά στην στεριά που τα νερά ήταν αβαθή και δεν μπορούσαν τα μεγάλα Τουρκικά καράβια να πλεύσουν.
Όταν ο Τουρκικός στόλος φάνηκε στον Αργολικό κόλπο, μια μικρή ελληνική μοίρα πλοίων υπό τον Αντώνη Κριεζή, παρακούοντας τις εντολές του Μιαούλη, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην Τουρκική αρμάδα, πλησιάζοντας και κανονιοβολώντας.
Οι Τούρκοι μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό αντέδρασαν και καταδίωξαν τα μικρά ελληνικά πλοία στα παράλια της μικρής νήσου Δοκού. Εκεί τα ελληνικά πλοία με επιδέξιους χειρισμούς κατάφερναν συνεχώς να ξεφεύγουν οριακά του αντιπάλου τους, ως την στιγμή που ο Πιπίνος κόλλησε ένα πυρπολικό σε ένα από τα πλοία καταδίωξης.
Ο υπόλοιπος ελληνικός στόλος με την ναυαρχίδα του Μιαούλη έπλευσαν προς βοήθεια της δοκιμαζόμενης ελληνικής μοίρας, αφήνοντας λίγα πλοία πίσω να υπερασπιστούν την είσοδο του κόλπου. Αυτά παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στον Τουρκικό στόλο και το λιμάνι του Ναυπλίου, εμποδίζοντας την κίνηση του καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Το πρωί της επομένης ξεκίνησε με σειρά Τουρκικών άστοχων κανονιοβολισμών χωρίς αντίκρυσμα. Τελικά ο Καρα Αλής υποχώρησε, στέλνοντας στο Ναύπλιο απλά μόνο ένα πλοίο ανεφοδιασμού με Αυστριακή σημαία, που αμέσως συνέλαβαν οι Έλληνες. Ο Τουρκικός στόλος έπλευσε τελικά προς την Σούδα για να επισκευάσει τις ζημιές που είχε υποστεί.
Η ναυμαχία της Μεθώνης
Ο Μιαούλης στις 30 Απριλίου του 1825 κάλεσε τους δύο κυβερνήτες των πυρπολικών, τον Ανδρέα Πιπίνο και τον Ραφαλιά και τους ανακοίνωσε ότι θέλει να πυρπολήσει τα τούρκικα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα.
Ο Πιπίνος συμφώνησε, αλλά ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος και υπήρχε απροθυμία από αρκετούς ναύτες. Ομως, ο κυβερνήτης του δεύτερου πυρπολικού, ο Ραφαλιάς, δεν θέλησε να ριψοκινδυνεύσει. Τότε παρουσιάσθηκε ως εθελοντής ο Γιώργης Πολίτης, απλός ναύτης, και ζήτησε να οδηγήσει το πυρπολικό.
Ετσι ο Ραφαλιάς, παραιτήθηκε από την θέση του και αντικαταστάθηκε από τον Πολίτη, ενώ και για αυτό το πυρπολικό, βρέθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία για να επανδρώσουν το πλήρωμα.
Την νύκτα η Υδραίικη μοίρα, δώδεκα πλοία και τα έξι πυρπολικά, αγκυροβόλησαν πίσω από την Σαπιέντζα, ενώ έμειναν εκεί προσπαθώντας να μην γίνουν αντιληπτά από τον εχθρό. Όμως ένα Αυστριακό πλοίο είδε την Ελληνική μοίρα και ειδοποίησε τους επικεφαλής της αλγερινής και της Αιγυπτιακής μοίρας για την παρουσία του Ελληνικού στόλου.
Ο Μιαούλης παρέκαμψε την Σαπιέντζα και μπήκε στο στενό ανάμεσα σε αυτή και την Σχίζα και μέσα σε μια ώρα, στις 30 Απριλίου 1825 κατά τις 5 μ.μ., τα ελληνικά σκάφη βρίσκονταν ξαφνικά μπροστά στον εχθρό. Τα ελληνικά πλοία καθώς μπήκαν στο στενό άρχισαν τους κανονιοβολισμούς εναντίον των εχθρικών πλοίων πρώτα εναντίον της Αλγερινής μοίρας και έπειτα εναντίον των Αιγυπτίων που είχαν αιφνιδιαστεί πλήρως. Οι απώλειες του εχθρού ανήρθαν σε δώδεκα πλοία ενώ κάηκε και μία αποθήκη με τρόφιμα και πυρομαχικά.
Η ναυμαχία του Γέροντα
Στις 29 Αυγούστου 1824 έγινε η ναυμαχία του Γέροντα ανάμεσα στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, υπό την αρχηγία του Ιμπραήμ και του Χοσρέφ Πασά, και του ελληνικού.
Ο Τουρκικός στόλος διασπάσθηκε, ενώ μετά την πυρπόληση τολμηροί ψαράδες πλησίασαν με τα καΐκια τους και λαφυραγώγησαν το πεδίο της μάχης. Με το τέλος της μέρας ο τουρκικός στόλος αποσύρθηκε προς την Αλικαρνασσό. Η ήττα αυτή ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία του Οθωμανικού ναυτικού αν ληφθεί υπόψη ότι τα Ελληνικά πλοία δεν ήταν πολεμικά αλλά εμπορικά εξοπλισμένα.
Η ναυμαχία των Πατρών
Τον Φεβρουάριο του 1822, οι Τούρκοι έφτασαν στο λιμάνι της Πάτρας. Ο Μιαούλης έδωσε την εντολή στον ελληνικό στόλο να αντιμετωπίσει τον εχθρό κατά παράταξη, κάτι που γίνονταν για πρώτη φορά. Η μάχη κράτησε πεντέμισι ώρες και τελικά οι Έλληνες κατέστρεψαν μια φρεγάτα και πολλά άλλα πλοία υπέστησαν σημαντικές ζημιές και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν στη Ζάκυνθο.
Η ναυμαχία του Ναβαρίνου
Στις 24 Ιουνίου 1827 και ενώ η Επανάσταση ήταν ένα βήμα πριν την καταστολή της υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τη συνθήκη, ιδρυόταν ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Στη Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος υπήρχε κι ένα μυστικό άρθρο, που προέβλεπε την επέμβαση των τριών δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης.
Ο αγγλικός στόλος με τον αντιναύαρχο Κόδριγκτον, ο γαλλικός υπό τον υποναύαρχο Δεριγνύ και ο ρωσικός υπό τον υποναύαρχο Χέυδεν, κατέπλευσαν στην Πελοπόννησο για να επιβάλουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η πρόταση των τριών συμμάχων απορρίφθηκε από τον Σουλτάνο και ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, υπό τους Ταχίρ Πασά, Μουχαρέμ Μπέη και Μουσταφά Μπέη, μπήκε στη λιμνοθάλασσα του Ναβαρίνου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 ο Κόδριγκτον, που είχε το γενικό πρόσταγμα, διαμήνυσε στον Ιμπραήμ που συνέχιζε τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο ότι ο στόλος του βρισκόταν εκεί για να επιβάλει ανακωχή και τον προειδοποίησε ότι τυχόν άρνησή του θα τον υποχρέωνε να την επιβάλει δια της βίας.
Ο Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στον στόλο να του φέρουν ενισχύσεις και τις επόμενες μέρες δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου εξήλθαν από το Ναβαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και αναγκάσθηκαν να προσορμιστούν και πάλι στο Ναβαρίνο.
Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναβαρίνου. Οι Αιγύπτιοι άρχισαν τους πυροβολισμούς κατά της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Ελληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. .
Ο Κόδριγκτον διέταξε επίθεση. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας, η ναυμαχία αμέσως έκλινε υπέρ του συμμαχικού στόλου, που είχε μεγαλύτερη δύναμη πυρός.
12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Οι Σύμμαχοι έχασαν 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες. Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας.
Πηγή: eleftherostypos.gr