Γράφει ο Φώτιος Σταυρίδης
Ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Διάκου ἔγινε προσπάθεια ἀνασυντάξεως τῶν δυνάμεων τῆς Ἀνατολικής Ρούμελης. Νέος ὁπλαρχηγός διορίστηκε ὁ Βασίλης Μποῦσγος. Στό σῶμα του, πού ἀποτελεῖτο ἀπό 1000 ἄνδρες, ἑνώθηκαν καί ὅσοι ἀπό τούς ἄνδρες τοῦ Διάκου εἶχαν διασκορπισθεῖ μετά τή μάχη τῆς Ἀλαμάνας. Τό ἠθικό ὅμως ὅλων εἶχε πολύ καταβληθεῖ. Βέβαιος ἄλλωστε γι’ αὐτό καί ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἔσπευσε ἀπό τή Λαμία στό Ἐλευθεροχώρι, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ οἱ ἐπαναστάτες καί τούς διέλυσε. Τά πάντα εἶχαν παραλύσει.
Πιστεύοντας ὁ πασσᾶς ὅτι μποροῦσε νά προσεγγίσει τούς ἀρματολούς, πρότεινε καί στόν γνώριμό του Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο νά συμπράξει μαζί του μέ τήν ὑπόσχεση νά τοῦ παραχωρήσει τό ἀρματολίκι ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος. Τοῦ ὅρισε μάλιστα ὡς σημεῖο συνάντησης τήν Γραβιά. Οἱ Ἕλληνες κατάλαβαν ὅτι ὁ πασσᾶς θά κατέβαινε στό Γαλαξείδι γιά νά περάσει ἀπό ἐκεῖ ἀπέναντι στόν Μοριᾶ μέ τά πλοιάρια πού θά ἔβρισκε στήν Σκάλα (Ἰτέα). Στίς 3 Μαΐου 1821, ὁ Ἀνδροῦτσος ἔφτασε στό Χάνι τῆς Γραβιᾶς ἔχοντας μαζί του τόν Σουλιώτη Χρῆστο Κοσμᾶ, τόν Σπύρο Κατσικογιάννη καί 150 ἐπιπλέον παλληκάρια. Σέ λίγο ἔφτασε ὁ Δυοβουνιώτης, ὁ Πανουργιᾶς καί ὁ Μποῦσγος.
Ἀπό τό στενό τῆς Γραβιᾶς, πού σχηματίζεται ἀπό τόν Παρνασσό καί τήν Γκιώνα περνοῦσε ὁ μοναδικός δρόμος πού ὁδηγοῦσε ἀπό τό Ζητούνι στά Σάλωνα καί ἀπό ἐκεῖ στό Γαλαξείδι. Ἡ Γραβιά τότε δέν εἶχε σπίτια καί τό μόνο πού βρισκόταν ἐκεῖ ἦταν ἕνα χάνι, τό ὁποῖο ἦταν κτισμένο μέ πλίθες καί εἶχε γύρω του μία μεγάλη μάντρα. Τό μεγαλύτερο μέρος ἦταν ἰσόγειο καί μόνο ἀπό τή μία μεριά εἶχε δεύτερο ὄροφο. Εἶχε δύο αὐλόπορτες πού ἔβλεπαν ἡ μία σέ ἕνα ρέμα καί ἡ ἄλλη στόν δημόσιο δρόμο. Ὑπῆρχαν ἀκόμα δύο ἐκκλησάκια τοῦ Ἄϊ Θανάση καί τοῦ Ἄϊ Δημήτρη μαζί μέ μερικές καλύβες πού εἶχαν οἱ κάτοικοι τῆς Βάριανης.
Ἡ ἄφιξη τοῦ Ἀνδρούτσου ἐμψύχωσε τούς συγκεντρωμένους Ἕλληνες στή Γραβιά. Ἀμέσως μόλις ἔφτασε ὁ ἀρματολός, ἔγραψε παραγγελίες στά γύρω χωριά γιά μπαρουτόβολα. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ὅμως δέν τοῦ ἄφησε χρόνο γιά νά ὀργανώσει τήν ἄμυνά του, ἀφοῦ εἶχε πάρει ἤδη τόν δρόμο γιά τήν Γραβιά μέ ὀκτώ χιλιάδες ἀσκέρι Γκέκηδες καί Τσάμηδες.
«Ὁ Πανουριᾶς διέταξε καθ’ ὅλα τά χωρία τήν εἰς τά ὑψηλότερα ὄρη καί τούς κρυπτηρίους τόπους ἀποχώρησιν τῶν γυναικοπαίδων. Ὁ δέ Γούρας ἀποσταλεῖς παρ’ αὐτοῦ εἰς Ἄμφισσαν, ἐφόνευσε τούς ἐκεῖ βέγιδας Τούρκους, φυλαττομένους παρά τοῦ Μαμούρου καί τούς χωρικούς διέταξε τά ἴδια, θανατώσαντας ὅλους τους παρ’ αὐτοίς ὡς προείπομεν Τούρκους. Πρώτου συμβουλίου πολεμικοῦ γενομένου μεταξύ Ὀδυσσέως, Πανουριᾶ καί Δυοβουνιώτου, συνωμολογήθη ἡ θέσις τῆς Γραβιᾶς ὡς ἁρμοδία πρός ἀντίστασιν κατά τοῦ ἐχθροῦ, διευθυνομένου κατά τῆς Ἀμφίσσης.»
Ἰωάννης Φιλήμων
Ὅταν στίς 8 Μαΐου 1821, μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, φάνηκαν ἀπό μακρυά τά στρατεύματα τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη, οἱ καπετάνιοι ἔκαναν συμβούλιο γιά νά ἀποφασίσουν πῶς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Κάθισαν κάτω ἀπό μία μεγάλη βελανιδιά πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τό χάνι. Ἡ πρόταση γιά νά ταμπουρωθοῦν στό γεφύρι τῆς Χαϊνίτσας ἀπορρίφθηκε. Προτάθηκε τότε νά πιάσουν τίς γύρω ὀρεινές πλαγιές βάζοντας στή μέση τόν ἐχθρό πού θά περνοῦσε ἀπό τόν δρόμο γιά τά Σάλωνα. Ὁ Ἀνδροῦτσος καθισμένος κι αὐτός μέ τούς ἄλλους σηκώθηκε ξαφνικά καί εἶπε:
– «Ἐδῶ στό χάνι θά πολεμήσουμε. Ὅποιος θέλει νά ‘ρθει μαζί μου νά πιαστεῖ στό χορό.»
Ἔβγαλε τότε ἀπό τό σελάχι του τό μαντήλι, τό ἀνέμισε μέ τό δεξί του χέρι καί ἄρχισε νά σέρνει τόν χορό:
«Κάτου στοῦ Βάλτου τά χωριά
Ξηρόμερο καί Ἄγραφα
στά πέντε βιλαέτια.
Βάλτε μπρέ νά πιούμ’ ἀδέρφια!»
Ἕνας ἕνας τά παλληκάρια ἄρχισαν νά πιάνονται στό χορό. Ὁ Θανάσης Σεφέρης, ὁ Καπλάνης, ὁ Γοβγίνας ἀπό τήν Λίμνη Εὐβοίας, ὁ Γκούρας, ὁ Μαμούρης ἀπό τή Δρέμισα, ὁ Παπανδρέας Μώρης ἀπό τήν Κοκοβίστα (Καλοσκοπή Φωκίδας), ὁ Ζυγούρης, ὁ Μπουτούνης, ὁ Γιάννης Βλαχόπουλος, ὁ Ἀναστάσης Μάρος, ὁ Κομνάς Τράκας καί ὁ Παπανικόλας ἀπό τήν Ἀγόριανη, ὁ Βουτούνης, ὁ Καπογιῶργος ἀπό τό Ξηρόμερο, ὁ Κλίμακας ἀπό τήν Ἤπειρο, ὁ Ζαφείρης ἀπό τά Ἑπτάνησα, ὁ Στάθης Κατσικογιάννης ἀπό τή Βόνιτσα, ὁ Πετούνης, ὁ Γεραντώνης, ὁ Γερογιάννης ἀπό τά Σάλωνα, ὁ Χατζάρας ἀπό τό Ναύπλιο, ὁ Κουρκουμέλης ἀπό τήν Κεφαλλονιά, ὁ Νικόλας Κίρκος καί ὁ Γιάννης Μητρόπουλος μέ τριάντα ἀκόμα Γαλαξειδιῶτες, ὁ Δῆμος Φράγκου ἀπό τούς Δελφούς, ὁ Κοντοσόπουλος ἀπό τήν Λοκρίδα ἦταν μερικοί ἀπό τούς 117 πού ἔπιασαν τόν χορό. Ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ πιστός φίλος τοῦ Ἀνδρούτσου, ὁ Τοῦρκος Μουσταφά Γκίκας. Αὐτός θά ἀκολουθοῦσε σάν τό πιστό σκυλί τόν Ὀδυσσέα μέχρι τόν θάνατό του. Ἔπειτα συνέχισε νά πολεμάει γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος μέχρι πού πέθανε μέ τό βαθμό τοῦ λοχαγοῦ.
«Ὁ Ὀδυσσέας εἰσῆλθε εἰς τό χάνι τῆς Γραβιᾶς. Πρίν ὅμως καταλάβη τό πλινθόκτιστον ἐκεῖνο οἰκοδόμημα ὁ υἱός τοῦ Ἀνδρούτσου, ἀποταθεῖς πρός τούς περί αὐτόν ἱσταμένους ἀνδρείους, εἶπεν αὐτοῖς.
– “Ἔ παιδιά, ὅποιος θέλει νά μ’ ἀκολουθήση ἄς πιασθῆ εἰς τό χορό!”
Καί ἤρξατο πρῶτος χορεύων ἡρωϊκόν τινά χορόν. Ἔλαβον μέρος ς’ τό χορό εἰς κατόπιν τοῦ ἄλλου εἴκοσι καί ἑκατόν ἐκ τῶν ἐκλεκτοτέρων, ἐν οἴς καί ὁ Γκούρας καί ὁ Παπανδριᾶς καί ὁ Τράκας καί ὁ Ἀναστάσιος Μάρος καί ὁ Βουτούνης, ὅλοι ἀξιωματικοί, οἱ μέν τοῦ Πανουργιᾶ οἱ δέ τοῦ Δυοβουνιώτου. Συνετάγησαν ὠσαύτως ἐν τῷ χορῷ τούτω τῆς ζωῆς ἤ τοῦ θανάτου καί ἐκ τῶν ἀμέσως ἀκολουθούντων τόν Ὀδυσσέα ὁ Ἀγγελῆς Νικολάου Γοβγίνας Εὐβοεύς, ὁ Μουσταφᾶς Τουρκαλβανός, οἱ Ξηρομερίται Καπογεωργέοι, ὁ Ζαφείρης Ἑπτανήσιος καί τίνες Οἰανθεῖς ὑπό τόν Κέρκον Οἰανθέα.
Οὕτω δέ, σύροντος τήν χορείαν τοῦ Ὀδυσσέως, εἰσῆλθον ἐν τῷ πανδοχείῳ, ὅπερ δραστηρίως παρεσκεύασαν εὐθύς πρός πόλεμον, οἱ μέν μεταφέροντες ὕδωρ, οἱ δέ φράττοντες τάς θύρας διά πετρῶν, οἱ δέ ἀνοίγοντες τάς ἀναγκαίας τοξότιδας. Μετά τούτων συναπεκλείθησαν καί οἱ τρεῖς ξενοδόχοι.»
Ἀγαπητός – Οἱ Ἔνδοξοι Ἕλληνες τοῦ 1821, Πάτραι 1877
Ὁ ἐνθουσιασμός ἦταν ἀπερίγραπτος. Οἱ φωνές καί τά σφυρίγματα ἀντηχοῦσαν στό φαράγγι τῆς Γραβιᾶς. Ὁ Ἀνδροῦτσος κατάφερε νά ἀνάψει φωτιά στά στήθη τῶν παλληκαριῶν. Μέτρησε 117 ἄνδρες καί ὅλοι μαζί μπῆκαν στό χάνι. Ὁ χῶρος ἦταν περιορισμένος καί ὅσοι δέν κατάφεραν νά μποῦν ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται. Τήν ὥρα ἐκείνη ἕνας λαγός πετάχτηκε ἀπό ἕνα θάμνο. Ὁ Ἀνδροῦτσος φώναξε νά μήν τόν πυροβολήσει κανείς καί ἔτρεξε καί τόν ἔπιασε ζωντανό. Τόν ἔδωσε στά παλληκάρια του μέ τήν εὐχή ὅτι ἦταν σημάδι σταλμένο ἀπό τόν Θεό.
Ὅταν μπῆκαν μέσα στό χάνι, ἦταν ἀκόμα πρωΐ. Ὑπολόγιζαν ὅτι ὁ Ὀμέρ Βρυώνης θά ἔφτανε τό μεσημέρι. Ὁ χρόνος δέν τούς ἔπαιρνε καί χωρίς ἀργοπορία ἄρχισαν νά ἑτοιμάζονται γιά τήν ἄμυνα. Πρώτη τους δουλειά ἦταν νά γυρίσουν τό νερό ἀπό τή ρεματιά μέσα στόν περίβολο τοῦ χανιοῦ γιά νά ἔχουν νά πίνουν. Μετά ἄρχισαν ν’ ἀνοίγουν μασγάλια (πολεμίστρες) στόν μαντρότοιχο καί στό χάνι.
Σέ λίγο εμφανίστηκαν οἱ πρῶτοι Τοῦρκοι καί οἱ κλεισμένοι στό χάνι ἔπιασαν τίς θέσεις τους. Ὁ Δυοβουνιώτης μέ τόν Πανουργιᾶ κατέλαβαν τίς ὑπώρειες τοῦ ὄρους Χλωμοῦ καί ὁ Κοσμᾶς Σουλιώτης μέ τούς Κατσικογιανναίους ὀχύρωσαν τήν πηγή τοῦ Σόντσικα.
Ξαφνικά ἐμφανίστηκε ὁ Ἀναγνώστης Κεχαγιᾶς σέρνοντας δύο μουλάρια φορτωμένα μέ μπαρουτόβολα. Μόλις πού πρόφτασε καί πέταξε μέσα ἀπό τή μάντρα τά σακιά μέ τίς πολύτιμες προμήθειες. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀρχίσει νά πυροβολοῦν καί θά πλήρωνε μέ τή ζωή του ὁ Ἀναγνώστης, ἄν ὁ Καραπλῆς πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά ταμπουρωμένος δέν ἄρχιζε νά τόν καλύπτει μέ πυροβολισμούς γιά νά τοῦ δώσει τόν καιρό νά φύγει.
Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἀκούγοντας τούς πυροβολισμούς ἀποφάσισε νά αποκλείσει τό χάνι ἀπό τούς ὑπόλοιπους Ἕλληνες. Χώρισε τόν στρατό του σέ τρία τμήματα. Τά δύο τμήματα τά ἔστρεψε κατά τῶν Ἑλλήνων πού ἦταν στό ὄρος Χλωμό καί στή βρύση τοῦ Σόντσικα καί τό τρίτο πού ἦταν καί τό δυνατότερο τό κράτησε γιά τό χάνι.
Μπροστά ἀπό τό ἀσκέρι, ὁ Ἀλβανός πασάς ἔβαλε ἕναν μπεχτασή δερβίση, ὁ ὁποῖος προχώρησε πρός τό χάνι. Ὅταν σταμάτησε σέ ἀπόσταση βολῆς ἀπό τό χάνι, ὁ Χασᾶν ντερβίσης σκόρπισε μέ τό χέρι τοῦ δεξιά καί ἀριστερά ἄμμο, ψέλνοντας τόν ντονά (προσευχή) γιά νά διαλυθοῦν οἱ ἐχθροί του σάν τήν ἄμμο. Ὁ Ἀνδροῦτσος μίλησε μαζί του στά τούρκικα καί ἀφοῦ ἀντάλλαξαν βρισιές τόν σημάδεψε καί τόν πυροβόλησε μέ τό καριοφίλι του στό μέτωπο.
Σεφέρης: “Τό νοῦ σας. Ἡ κολώνα ὅλο καί ζυγώνει τό χάνι.”
Μαμούρης: “Καπετάνιε, γιά δές ὄξω ἀπ’ τό μασγάλι. Ἕνας καβαλλάρης ξεκόβει ἀπ’ τό ὀρδί κι ἔρχεται καταδῶ.”
Δερβίσης: “Ἀλλάχ ἐκπέρ, Ἀλλάχ ἐκπέρ, Μωχαμέτ οὔρ ρές οὔλ Ἀλλάχ!”
Ἀντροῦτσος: “Ντερβίσης εἶναι. Δέν τόν βλέπετε; Κάνει τό ναμάζι γιά ν’ ἀρχινέψουν τό γιουρούσι. Μή σκούξει κανείς. Ἄστε τόν νά ζυγώσει.”
Τράκας: “Γιά δές τόν, εἶναι γέροντας. Καί σκορπάει ἄμμο μέ τά χέρια τοῦ δεξόζερβα.”
Ἀντροῦτσος: “Νέρεγιε γκιντέρσιν; (Ποῦ πᾶς;)”
Δερβίσης: “Σάλωνα γιά γκιντέριμ. (Πάω στά Σάλωνα νά σκοτώσω γκιαούρηδες).”
Ἀντροῦτσος: “Στά Σάλωνα πᾶς ἔ; Τώρα θ’ ἀκούσεις τό ντουφέκι μου, σαπιοκοιλιά.”
Τάκης Λάππας – Τό Χάνι τῆς Γραβιᾶς
Βλέποντας νεκρό τόν δερβίση τους, οἱ μουσουλμάνοι ἐξοργίστηκαν καί ἐπιτέθηκαν μέ ὅλη τους τήν ὁρμή. Μά τά καριοφίλια τῶν κλεισμένων ξερνοῦσαν φωτιά καί μολύβι. Ἡ πρώτη σειρά ἔπεσε κάτω ἀπό τά βόλια. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης διέταξε δεύτερη ἐπίθεση. Τά τουμπερλέκια βαροῦσαν καί οἱ μπαϊρακτάρηδες ἀνέμιζαν τά μπαϊράκια τους. Μά τό χάνι συνέχισε νά ξερνάει φωτιά καί σίδερο. Καί ἡ δεύτερη σειρά σωριάστηκε στό χῶμα. Νέα ἐπίθεση διέταξε ὁ πασσᾶς. Οἱ Τοῦρκοι δέν ἔπρεπε νά ὑποχωρήσουν, γι’ αὐτό εἶχαν τό ἀριστερό τους χέρι στό μέτωπο γιά νά μήν βλέπουν τούς ἐχθρούς καί τό δεξί τους χέρι στό γιαταγάνι.
Μερικοί κατόρθωσαν νά φτάσουν στή μάντρα καί προσπάθησαν νά τήν ἀνέβουν. Ἄλλοι προσπάθησαν μέ πέτρες νά βουλώσουν τίς πολεμίστρες. Ἕνας Ἀλβανός πλησίασε σέ μία πολεμίστρα μέ μία βαριά πέτρα. Ἀπό μέσα βρισκόταν ὁ Μουσταφᾶς, πού ἦταν ὁ πιό πιστός σύντροφος τοῦ Ὀδυσσέα. Ἐνῶ ἀπ’ ἔξω ὁ Γκέκας τοῦ Βρυώνη ἔσπρωχνε τήν πέτρα πρός τά μέσα, ὁ Γκέκας τοῦ Ἀνδρούτσου μέ τήν μπούκα τοῦ καριοφιλιοῦ τήν ἔσπρωχνε πρός τά ἔξω. Τότε ὁ Ἀλβανός ἅρπαξε τό ὅπλο τοῦ Μουσταφᾶ καί τό τράβηξε πρός τά ἔξω. Ὁ Ὀδυσσέας πού παρακολουθοῦσε τήν πάλη, πῆγε σέ διπλανή πολεμίστρα καί πυροβόλησε τόν ἐχθρό, ἀπελευθερώνοντας ἔτσι τόν πιστό του σύντροφο.
Γοβγίνας: “Δέν τηρᾶς; Τούς πρώτους τούς ξαπλώσαμε. Νά τήρα, καινούργιους μᾶς ρίχνει ὁ Βρυώνης.”
Ἀντροῦτσος: “Τά ἴδια θά πάθουν κι’ αὐτοί.”
Γοβγίνας: “Κεῖνος ὁ Παπαντρέας λές κι’ ναί λυσσασμένο τσακάλι. Σάν ξερόκλαδα τούς γκρεμίζει τούς Ἀρβανίτες.”
Ἀντροῦτσος: “Ἄϊντε κατακαημένε παπᾶ. Μ’ αὐτά πού κάνεις, στήν κόλαση ἀντάμα θά πᾶμε.”
Παπανδρέας: “Καθέναν πού σκοτώνω, στήνω κι’ ἕνα σκαλί ν’ ἀνεβοῦμε ταχιά στόν Παράδεισο.”
Ἀντροῦτσος: “Κάνε νισάφι, ὀρέ ντελήπαπα (τρελόπαπα)! Ἄφησε καί κανέναν γιά τούς ἄλλους.”
Μουσταφᾶ: “Καπετάνιε! Ἕνας Τοῦρκος μοῦ κρατάει ἀπόξω τό καριοφύλλι καί δέν μπορῶ νά τό τραβήξω μέσα νά τό γιομίσω.”
Ἀντροῦτσος: “Νά ὀρέ. Πάει κι αὐτός.”
Τάκης Λάππας – Τό Χάνι τῆς Γραβιᾶς
Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης παρακολουθοῦσε τή μάχη ἀπό τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἄϊ Θανάση. Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπίθεσης τόν εἲχε ἐξοργίσει ἀφάνταστα καί ἂρχισε νά βρίζει δεξιά καί ἀριστερά καθώς ἔβλεπε τά ἀπανωτά γιουρούσια πού ἔκαναν οἱ ἄνδρες του νά γεμίζουν μέ κουφάρια τόν χῶρο γύρω ἀπό τή μάντρα.
«Τώρα μανιάζει ὁ πασσᾶς. Φωνάζει τά ρετζάλια (ἀξιωματικούς) καί τούς μπουλουξῆδες καί τούς ξευτελίζει, καθώς ἀνίκανοι στάθηκαν νά σβήσουν ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς τοῦτο τό παλιοχάνι. Προστάζει νά κολατσίσει τ’ ἀσκέρι του, νά στυλωθεῖ λιγάκι, κι ἔπειτα νά ριχτεῖ νά τό πατήσει ὅση ζημιά κι ἄν πάθει.
Οἱ ντερβισάδες κάνουν ντουάδες στόν Ἀλλάχ, παρακαλώντας νά τούς συντρέξει. Ἀνεμίζοντας τ’ ἀστραφτερά τσεκούρια τούς φανατίζουν τ’ ἀμίλητο ἀσκέρι, τάζοντάς του ὅλα τ’ ἀγαθά τοῦ ντουνιά στόν τουρκικό παράδεισο. Καί οἱ ντελάληδες φωνάζουν:
– Ὁ πασσᾶς μᾶς τάζει πέντε πουγγιά σ’ ὅποιον πρῶτος πατήσει τό χάνι!
Ὁ τυχερός πού θά τάπαιρνε θάχε μ’ αὐτά νά τρώη καί νά πίνη μιά ζωή. Πρῶτοι προχωροῦν ν’ ἀνταμώσουν τό χάρο οἱ μπαϊραχτάρηδες. Ὁρμᾶνε καί πίσω τούς ἀκολουθάει ὁλόκληρο τ’ ἀσκέρι. Ἕνας μονάχα καταφέρνει νά φτάση ὥς τό χάνι, πιάνοντας μιάν ἀπυρόβλητη γωνιά του. Βλέποντας, ὅσοι βρίσκονταν παραπίσω, ν’ ἀνεμίζει τό μπαϊράκι του λένε πώς πάει, πατήθηκε τούτου τό στέκι τοῦ χάρου. Μπήγουν τίς νικητήριες κραυγές καί ρίχνονται σέ καινούργιο γιουρούσι. Μά ξανά θερίζονται.
– Κουράγιο ἀδέρφια καί τούς φάγαμε κι αὐτούς!
Οἱ κάννες τῶν ντουφεκιῶν τους ἀπό τήν ἀδιάκοπη φωτιά, ἀνάβουν. Καί καθώς δέν εἴχανε νερό νά τούς ρίξουν νά κρυώσουν, τίς κατουρᾶνε. Μάταια γυρεύουν οἱ Ἀρβανίτες νά σπάσουν τήν πόρτα μέ τίς χαντζάρες τους νά τοιχορίξουν τά πλιθιά. Ἄπαρτο μένει τό παλιοχάνι. Τώρα μπροστά τοῦ ὑψώνονται, παράδοξο ταμπούρι, τά κουφάρια τῶν σκοτωμένων. Ἔφτασε τό δειλινό κι ὁ χάρος δέν κουράστηκε νά κρεμᾶ ψυχές στά καπούλια τοῦ ἀλόγου του. Ἡ Τουρκιά δέν ὑπομένει ἄλλο. Πισωδρομά καθώς τά λαβωμένα θεριά.»
Φωτιάδης – Ἐπανάσταση τοῦ 21
Ὅλες οἱ ἐπιθέσεις ἀπέτυχαν. Ὅλες οἱ τούρκικες σημαῖες ἔπεσαν στή γῆ. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἀλλάχ ἔπεφταν τρυπημένοι ἀπό τά βόλια κερδίζοντας τή θέση στόν παράδεισο πού τούς εἶχε τάξει ὁ δερβίσης τους. Ἄλλοι μέ τσεκούρια στά χέρια προσπαθοῦσαν νά σπάσουν τήν ἐξωτερική πόρτα καί ἄλλοι νά σκαρφαλώσουν στή μάντρα. Μάταια! Ὁ Γκούρας τούς ἔπνιγε μέ τά ἴδια του τά χέρια.
Ἀντροῦτσος: “Φωτιά ὀρέ Ἕλληνες!”
Γοβγίνας: “Τούς ἀφανίσαμε.”
Ἀντροῦτσος: “Μεγάλο κακό. Ἡ γῆ χόρτασε αἷμα. Τηρᾶτε κεῖ. Κεῖ ὄξω ἀπ’ τήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ Ἄϊ Θανάση. Τόν βλέπετε κεῖνον μέ τά κόκκινα μπουντούρια ποῦ κρατάει τό τοπούζι (ἀπελατίκι, σιδερένιο ρόπαλο ἀκιδωτό στήν ἄκρη); Αὐτός εἶναι ὁ πασσᾶς. Ρίξτε του! Ἅ ὀρέ Βρυώνη, ξαναμπῆκες στήν ἐκκλησιά νά φυλαχτεῖς. Σέ σώσανε οἱ μπουλουξῆδες σου παλιοκερατᾶ!”
Παπανδρεᾶς: “Τό βόλι μου κτύπησε τήν πιστόλα τοῦ Δυσσέο. Μά ἤτανε κρύο καί δέν τούκανε ζημιά.”
Μητρόπουλος: “Καπετάνιο τόν ἔφαγα τόν γουρνομύτη.”
Ἀντροῦτσος: “Ποιόν ὀρέ;”
Μητρόπουλος: “Ἄμ’ πού νά τό βρεῖς. Τό Χαλήλ μπέη.”
Παπανδρεᾶς: “Κεῖνον ὀρέ, τό μπέη τοῦ Ζητουνιοῦ, ποῦ παλούκωσε τό Διάκο;”
Μητρόπουλος: “Ἄμ’ ποιόν ἄλλο!. Τόν μάτιασα ἀπό μακρυά πούρχοταν μέ τούς μουρτάτες καταπάνω μας. Τόν ἄφησα νά ζυγώσει καί τούριξα. Τοῦ φώναξα. Νά ὀρέ Χαλήλ. Σέ ξοφλᾶμε γιά τό Διάκο μας.”
Τάκης Λάππας – Τό Χάνι τῆς Γραβιᾶς
Ἕνας Τοῦρκος σημαιοφόρος κατόρθωσε νά στήσει τή σημαία μέ τήν ἡμισέληνο πάνω στόν μαντρότοιχο. Οἱ ὑπόλοιποι μουσουλμάνοι πίστεψαν ὅτι τό χάνι πατήθηκε καί ἄρχισαν νά πλησιάζουν ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Ὁ Γκούρας, κοντά στήν πολεμίστρα τοῦ ὁποίου βρισκόταν τό μπαϊράκι, προσπάθησε βρίζοντας νά σκοτώσει τόν Τοῦρκο. Τελικά σημάδεψε τό κοντάρι τῆς σημαίας, μέ ἀποτέλεσμα νά τό κόψει στά δύο καί ἡ σημαία νά πέσει. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀκούραστος ἔτρεχε ἀπό τό ἕνα παλληκάρι στό ἄλλο φωνάζοντας γιά νά τά ἐμψυχώσει. Ἕνας Γκέκας κατάφερε νά ἀνέβει ἀπαρατήρητος στή μεγάλη βελανιδιά ὅπου εἶχαν κάνει τή συνέλευση τους οἱ καπεταναῖοι πρίν τή μάχη. Κρυμμένος στήν πυκνή φυλλωσιά τοῦ δέντρου, εἶδε μέσα στό μικρό δωμάτιο πού ἦταν σάν δεύτερος ὄροφος πάνω ἀπό τό χάνι νά ξεπροβάλλουν κάθε τόσο δύο καριοφίλια. Ἦταν οἱ δύο Θανάσηδες, ὁ Σεφέρης, τό παλληκάρι πού πιάστηκε πρῶτο στόν χορό, καί ὁ ἀτρόμητος Καπλάνης. Ἀπό τά βόλια τοῦ Ἀλβανοῦ ἔπεσαν καί οἱ δύο νεκροί.
Γκούρας: “Δυσσέο… Ὁ Σεφέρης κι ὁ Καπλάνης σκοτώθηκαν.”
Ἀντροῦτσος: “Τί λές μωρέ; Πῶς στάθηκε τοῦτο;”
Γκούρας: “Καταπῶς ἦταν οἱ δύο Θανάσηδες πάνω στ’ ἀνώγι καί ντουφεκάγανε στό σωρό, ἕνας Ἀρναούτης (Ἀλβανός) τούς μάτιασε ἀπ’ τ’ ἀλάργα. Ἀνέβηκε στή βαλανιδιά πού εἴχατε κάνει τή σύναξη, κι ἀδείασε τό τουφέκι τοῦ καταπάνω τους. Βρήκαμε τό Σεφέρη χτυπημένο στόν ἀμήνιγγα καί τόν Καπλάνη στό ριζαύτι.”
Ἀντροῦτσος: “Καημένε Σεφέρη! Πρῶτος μούδωσες τό χέρι. Ποιός νά τόλεγε;”
Τάκης Λάππας – Τό Χάνι τῆς Γραβιᾶς
Νέα ἐπίθεση ἐκ μέρους τῶν μουσουλμάνων μέ ἐπικεφαλῆς τούς πιό γενναίους μπουλουξῆδες πού ἦταν τά ἀνήψια τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη. Ἦταν ἡ ἕβδομη ἐπίθεση καί θά εἶχε καί αὐτή τήν ἴδια ἀκριβῶς κατάληξη. Ἀνάμεσα στούς νεκρούς ἦταν καί ἕνας μπέης, ἀνηψιός τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη. Ὁ ἥλιος βασίλεψε πίσω ἀπό τά βουνά καί ὁ Βρυώνης ἀποφάσισε νά σταματήσει τήν ἐπίθεση. Ἔστειλε ἕναν τάταρη (ταχυδρόμο) στό Ζητούνι (Λαμία) γιά νά τοῦ στείλουν κανόνια.
Στήν ὑπηρεσία του ὁ Βρυώνης εἶχε ἕναν Ρωμιό, τόν Χρῆστο Παλάσκα. Ὁ Παλάσκας καταγόταν ἀπό τήν Πίνδο καί εἶχε ὑπηρετήσει ὡς ἀξιωματικός σέ εὐρωπαϊκούς στρατούς. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης τόν χρησιμοποιοῦσε ὡς ἐκπαιδευτή τῶν στρατιωτῶν του καί τόν εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη. Αὐτός λοιπόν φώναξε κατά τό βράδυ στόν Ἀνδροῦτσο καί τοῦ εἶπε περιπαικτικά:
“Ὀρέ Ἀντροῦτσο, καλά σ’ ἔχουμε κλεισμένο. Ποῦ θά μᾶς πᾶς; Ἀλίμονό σου, ταχειά μας ἔρχονται δύο κανόνια ἀπ’ τό Ζητούνι καί θά σέ κάνουμε στάχτη. Στάχτη ὀρέ οὖλοι σας θά γενεῖτε ἀπό τά τόπια. 300 πουγγιά Ἀντροῦτσο τάζει ὁ Βρυώνης γιά κεῖνον πού θά πατήσει πρῶτος τό χάνι. Δέ θά τό γλυτώσεις τό σουβλί ὀρέ Δυσσέα. Τώρα εἶναι μάης κι’ ἄνοιξη, τώρα εἶναι καλοκαίρι, τώρα φουντώνουν τά κλαδιά κι’ ἀνθίζουν τά λουλούδια. Τώρα κι’ ὁ ξένος βούλεται στόν τόπο του νά πάγη. Νύχτα σελώνει τ’ ἄλογο, νύχτα τό καλιγώνει, φκιάνει ἀσημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια.”
Ὁ Ὀδυσσέας ἀναγνώρισε τή φωνή τοῦ Παλάσκα γιατί τόν ἤξερε ἀπό τά Γιάννενα καί κατάλαβε πώς τοῦ ἔστελνε μήνυμα γιά τίς προθέσεις τοῦ πασσᾶ. Ὁ Ἀνδροῦτσος, βέβαια, ἔμπειρος ὅπως ἦταν, δέν εἶχε σκοπό νά περιμένει ἄλλο στό χάνι, γιατί καί τά πολεμοφόδια τελείωναν καί ἡ παραμονή τους σέ αὐτό θά ἦταν σκέτη αὐτοκτονία. Ἔτσι, μάζεψε τά παλληκάρια του καί τούς εἶπε:
“Γιά ζυγῶστε κοντά. Καταπῶς βλέπετε τό χάνι ἄλλο δέ μᾶς κρατάει. Ὁ Μπαλάσκας εἶναι τίμιος καπετάνιος. Ὅσα μᾶς χούγιαξε εἶναι σωστά. Μέ τό τραγούδι τού μᾶς ὁρμηνεύει μέσα σέ τούτη τή νύχτα νά φύγουμε. Τό πουρνό τά κανόνια θά ξημερωθοῦν ἄπ΄ τό Ζητούνι δῶ. Πέντε τόπια ἄν πέσουν, κουρνιαχτός θά γίνουν οὖλα τοῦτα τά πλιθούρια.”
Κανένας δέν ἔφερε ἀντίρρηση στά λόγια του. Ἀφοῦ ἔσκαψαν δύο τάφους γιά νά θάψουν τούς δύο Θανάσηδες, Σεφέρη καί Καπλάνη, ἔπεσαν νά ξεκουραστοῦν μέχρι νά ἔρθει ἡ ὥρα γιά νά φύγουν. Ἀλλά καί τό τουρκικό στρατόπεδο ἦταν ἐξαντλημένο ἀπό τήν κούραση. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν πέσει σέ βαθύ ὕπνο, ξέγνοιαστοι γιατί τά κανόνια πού θά ἔφταναν ἀπό τό Ζητούνι θά τσάκιζαν τούς κλεισμένους στό χάνι. Τό φεγγάρι φώτιζε στό πεδίο τῆς μάχης τούς κοιμισμένους πού ἔμοιαζαν σάν πεθαμένοι καί τούς πεθαμένους πού ἔμοιαζαν σάν κοιμισμένοι. Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, καπνίζοντας συνέχεια τό τσιμπούκι του, σκεφτόταν τίς κινήσεις του. Δύο ὧρες πρίν ξημερώσει, ξύπνησε τούς συντρόφους του καί τούς εἰδοποίησε νά ἑτοιμαστοῦν γιά τήν ἔξοδο.
Ὁ ἀρχηγός, παμπόνηρος σάν τόν ὁμηρικό ἥρωα, πῆρε μία κάπα καί τήν πέταξε ἔξω ἀπό τήν μάντρα γιά νά φανεῖ ὅτι κάποιος προσπαθοῦσε νά διαφύγει. Καθώς οἱ Ἕλληνες δέν ἂκουσαν καμμία ἀντίδραση, ἂνοιξαν τήν αὐλόπορτα. Ὁ Ἀνδροῦτσος περίμενε ἀκόμα μερικά σύννεφα πού εἶχαν φανεῖ πάνω ἀπό τήν Γκιώνα, νά σκεπάσουν τό φεγγάρι.
– “Νά ἡ Παναγιά μέ τήν τσέργα της (βελέντζα)”.
Οἱ ἐμπειροπόλεμοι Κλέφτες βγῆκαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια πατώντας πάνω ἀπό τά κουφάρια τῶν Τούρκων καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό χάνι. Μπροστά βάδιζε ὁ γιγαντόσωμος Ἀντρέας Καραπλῆς ἤ Πλάτανος. Σέ μικρή ἀπόσταση ἔπεσαν πάνω στούς Τουρκαλβανούς, οἱ ὁποῖοι τρόμαξαν μέσα στόν ὕπνο τους. Ὥσπου νά συνέλθουν, οἱ ἐπαναστάτες χάθηκαν μέσα στό πυκνό σκοτάδι. Προκάλεσαν τέτοιο πανικό στό ἐχθρικό στρατόπεδο, ὥστε οἱ Τοῦρκοι ἂρχισαν νά πυροβολοῦν στά τυφλά.
Ὁ Ὀδυσσέας ἔτρεχε φωνάζοντας ἀρβανίτικα δείχνοντας ὅτι κυνηγοῦσε αὐτούς πού ἔφευγαν πρός τή βρύση τοῦ Σόντζικα, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἔφευγαν ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Γρήγορα βρέθηκαν στήν ἀσφάλεια τοῦ βουνοῦ, ὅπου συνάντησαν τούς Παπακώστα Τζαμάλα καί Ἀπόστολο Γουβέλη. Ἐκεῖ μετρήθηκαν καί διαπίστωσαν ὅτι ἐκτός ἀπό τούς δύο σκοτωμένους Θανάσηδες εἶχαν καί δύο τραυματίες, τόν Κώστα Καπογιώργη καί τόν Κομνά Τράκα. Μέ τό ξημέρωμα ἔφθασαν στόν Ἄϊ-Λιά ὅπου βρίσκονταν τά σώματα τοῦ Δυοβουνιώτη καί τοῦ Πανουργιᾶ. Οἱ γεροαρματολοί ἔτριβαν τά μάτια τους. Δέν περίμεναν ὅτι θά τούς ξανάβλεπαν. Ἡ χαρά ὅλων ἦταν μεγάλη ἀφοῦ ταπείνωσαν τά ἐκλεκτότερα ὀθωμανικά στρατεύματα καί ταυτόχρονα πῆραν ἐκδίκηση γιά τήν Ἀλαμάνα καί τόν Διάκο. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἔγινε ἡ κυρίαρχη μορφή τοῦ Ἀγώνα στήν Ρούμελη. Ἀπό τή Γραβιά πῆγε στή Μονή Δαδιοῦ (Ἀμφίκλειας), ὅπου πρόκριτοι καί ὁπλαρχηγοί ἔτρεξαν νά τόν συγχαροῦν γιά τή νίκη του.
Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης μπῆκε τό πρωί ὁ ἴδιος στό χάνι καί εἶδε τό χῶρο στόν ὁποῖο δέν μπόρεσαν οἱ χιλιάδες στρατιῶτες του νά κάνουν ζάφτι μερικούς Ρωμιούς. Στή συνέχεια ἀφοῦ ἔκαψε τό χάνι, διέταξε νά θάψουν τούς ἑκατοντάδες σκοτωμένους. Παρέμεινε ὀκτώ ἡμέρες στή Γραβιά χωρίς νά τολμήσει νά προχωρήσει γιά τά Σάλωνα καί στή συνέχεια γύρισε πίσω στή Μπουντουνίτσα. Ὁ Μοριᾶς εἶχε σωθεῖ.