ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ: Εγερτήριες μνήμες

Αρθρογραφία Εθνικά Κύπρος

Στη μνήμη μου η ιστορία επαναφέρει δυο πανίσχυρες σκηνές. Εκείνη της 25ης Φεβρουαρίου 1957, όταν έσφιγγα το χέρι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, αποχαιρετώντας τον δεκαενιάχρονο ήρωα που βάδιζε αγέρωχος στην Κρεμάλα, κληροδοτώντας τους βηματισμούς του υπέρτατου χρέους και την εικόνα της μικρούλας Αυγής, κόρης του ήρωα της αγχόνης Ανδρέα Παναγίδη. Όταν το παιδάκι έσκαβε το χώμα του τάφου με τα χεράκια του για να βρει τον πατέρα του.

Έλεγαν στο παιδάκι πως ο πατέρας του ανέβηκε στους ουρανούς, την 21η Σεπτεμβρίου 1956 και κείνη τη μέρα του απεκάλυψαν τη φρικτή αλήθεια, πως ο πατέρας του ήταν θαμμένος στον τάφο. Και η Αυγή άρχισε να σκαλίζει το χώμα για να βρει τον πατέρα της. Ένα γίγαντα του αγώνα της λευτεριάς που έγραφε λίγο πριν τον πνίξει ο βρόχος της αγχόνης στη γυναίκα του, τη Γιαννούλα: Μην λυπάστε που πεθαίνω. Η πατρίδα θα σας φροντίσει… Μόνο που η σιγουριά του μελλοθάνατου πατέρα αποδείχτηκε πλανερή.

Γιατί η πατρίδα άφησε τη χήρα μάνα και τα τρία ανήλικα παιδιά στο έλεος του Θεού. Στο φτωχικό σπιτάκι του χωριού που το διέσχιζαν τα φίδια που φώλιαζαν στις τρύπες των ατέλειωτων εξωτερικών τοιχωμάτων και στην εγκατάλειψη της εξουσίας που μεθούσε στην κραιπάλη της απατηλής ψευδοανεξαρτησίας. Και στην προκλητικότητα των «παιδαγωγών» που εμφανίζονται στις τηλεοράσεις με τη σημαία των δημίων του λαού μας στο στήθος!

Κι οι μνήμες εγείρονται από την καταχνιά του αδυσώπητου χρόνου με ηχηρή επανάληψη της οργής του Μακρυγιάννη : Αν ξέραμε τι κράτος θα δημιουργούσαμε, θα μέναμε στον ζυγό της Τουρκιάς ακόμα πεντακόσια χρόνια… Και θυμάμαι τον αγαπητό «Δαίδαλο» της ΕΟΚΑ, τον Μιχαλάκη Πλατάνη, στην έξοδο των Κρατητηρίων Κοκκινοτριμιθιάς, στις 22 του Φλεβάρη του 1959, όταν άνοιξαν οι πύλες του δεσμωτηρίου μας: Τώρα αρχίζουν τα βάσανά μας… Κι η πρόβλεψη του συναγωνιστή ήταν καίρια στα επερχόμενα.

Η διακοπή του απελευθερωτικού αγώνα κι η «λύση» του εθνικού προβλήματος, αβασάνιστη, χωρίς αξίες, χωρίς αρχές, χωρίς δικαιοσύνη, απεδείχθησαν μοιραίες. Κι η εξουσία που αναπήδησε από τη Ζυρίχη την 11η Φεβρουαρίου 1959 ολέθρια και μήτρα μυρίων δεινών. Από την πρώτη περίοδο άρχισε να γεννοβολά φίδια που θα έτρωγαν την προοπτική μιας κοινωνίας που θα στήριζε την ύπαρξή της στην ισοπέδωση των ιδεών που κράτησαν όρθιο τον κόσμο μας στις δοκιμασίες των αιώνων του μαρτυρίου της πατρίδας μας.

Το περασμένο Σάββατο η τραγική αλήθεια βρόντηξε πάλι στα Φυλακισμένα Μνήματα. Όταν μια δράκα αγωνιστών και οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ στεφάνωσαν με δάφνη τους τάφους των νεκρών της ελευθερίας. Και τα ερωτήματα από το υπερπέραν δραματικά: Μονάχα εσείς μας θυμηθήκατε αδέλφια; Οι άλλοι; Οι υπόλοιποι; Τράβηξαν στην τουρκοκρατούμενη γη να φαν, να πιουν, ν’ αγκαλιαστούν με τον εισβολέα και να στεριώσουν την κατοχή με τα εκατομμύρια που θησαυρίζουν με τις χρυσοφόρες αρπαγές Κύριος οίδε πόθεν; Κι αντί να τα αξιοποιούν σε έργα άμυνας για τον επερχόμενο πόλεμο τα καταθέτουν στην κόλαση, όπως θα έγραφε ο Φιόντορ Ντοστογιέφκυ;

Γιατί το άμεσο μέλλον θα αποδειχθεί κόλαση, αν κρίνουμε από τις ιστορικές μας εμπειρίες και τα πάθη τ’ ατέλειωτα… Αν αντικρύσουμε το δράμα μας στα μισοσκότεινα παρασκήνια των πραγματικοτήτων που ουρλιάζουν και με νουν καθαρό προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα ουρλιαχτά της αγανάκτησης, θα πρέπει να καταλάβουμε πως περπατάμε στην κόψη του ξυραφιού. Επί ξηρού ακμής. Και θα ιδούμε, φυσιολογικά έντρομοι, πως η ζωή μας κρέμεται από μια κλωστή.

Ότι είμαστε ξεκρέμαστοι στο σύμπαν, γιατί αφήσαμε άδικες εξουσίες και τσαρλατάνους να μας αποκόψουν από τον ομφάλιο λώρο των ιστορικών μας ιδεολογιών και των υπαρξιακών μας εμπνεύσεων. Μας έχουν καταντήσει έρμαια τυχοδιωκτικών συμφερόντων και ξένων σκοτεινών επιδιώξεων. Μας μετέτρεψαν σε αθύρματα δαιμονιακών συνωμοσιών, υπηρεσιών που σκάβουν τον τάφο μας με φτυάρια δικά μας.

Στους δρόμους των πόλεών μας δεν ακούγονται πια θούρια ελευθερίας, δεν αντιβοούν συνθήματα κοινωνικών αξιώσεων και εθνικών πόθων. Αλλά βόγγοι κραιπάλης και μέθης, νεολαίας που φθείρεται μαζοχιστικά και αυτοκαταστρέφεται σαδιστικά, χωρίς συναίσθηση της μίζερης ύπαρξης που προοιωνίζεται οικτρό το τέλος. Αν ήταν δυνατό να επαναφέρουμε τα κύματα της νεολαίας που παρήλαυνε στις στράτες της Χώρας στα τέσσερα σωτήρια χρόνια, θ’ ακούγαμε αντιλάλους ελευθερίας που δονούσαν τον κόσμο. Και το ερώτημα του μεγάλου Λευκαδίτη, του Άγγελου Σικελιανού: «μάνα φωτιά με πότισες κι είν’ η καρδιά μου αστέρι»;

Γιατί οι καρδιές της νιότης φλογίζονταν από τις φλόγες του λυτρωμού που έκαιγαν το ατσάλι της δουλείας. Ενώ τώρα οι κομπογιανίτες των «παρακαταθηκών» μετέτρεψαν τα νεανικά στήθια σε μικροπλανήτες αερίων, που τριγυρνούν στο διάστημα με προορισμό να χαθούν στο άπειρο. Και ενώπιον της μαθητιώσης νεότητος δεν εμφανίζονται πια δάσκαλοι φωτοδότες αλλά φωτοσβέστες με τα σύμβολα της τυραννίας που βρικολάκιασαν από το μαύρο παρελθόν του σκοταδισμού.

Και όμως από τις εξουσίες πέρασαν δίπλα από τόσους άχρηστους και έξυπνοι Έλληνες, με μυαλό ικανό να προβλέψει την κατρακύλα που παρέσερνε στον χαμό τους επιγόνους ηρώων της αγχόνης, των ολοκαυτωμάτων, των βασανιστηρίων. Που θα μπορούσαν να προλάβουν τους δαίμονες που μας σέρνουν στην άβυσσο μιας τουρκοκρατίας που η προδοσία κι η αχρηστία της άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες…

Σήμερα, μέρα μνήμης Κρατητηρίων, σ’ αυτό τον Κρανίου Τόπο, ας δούμε την αλήθεια απαλλαγμένη από οικτρές αυταπάτες και προσβλητικές ψευδαισθήσεις. Ο προαιώνιος εχθρός προπαρασκευάζεται για πόλεμο. Ουρλιάζει τη φοβέρα του όλη μέρα. Τον πόλεμο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ας απαιτήσουμε, λοιπόν, το δικαίωμα να αντιμαχήσουμε πάνοπλοι με το δίκιο μας. Και το δίκαιό μας θα αντιλαλήσει τόσο δυνατά που θα συγκλονίσει τον κόσμο και τελικά θα συντρίψει την απειλή. Γιατί, όπως θα έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ, το δίκαιο μπορεί να ναυαγεί αλλά ουδέποτε καταποντίζεται. Έτσι τα έδειξε ο Θεός από την ώρα της Δημιουργίας. Γι αυτό στέκει ακόμα ο κόσμος…

Γιάννης Σπανός, Πρόεδρος του Συνδέσμου Πολιτικών Κρατουμένων, ΕΟΚΑ