Έχει εκείνες τις αντιστάσεις που θα του επιτρέψουν να αγωνιστεί, να μην συνθηκολογήσει με τον εχθρό;
…
Βρισκόμαστε στα 1826.Το Μεσολόγγι πολιορκείται για δεύτερη φορά από τους Τούρκους και τους Αιγύπτιους. Ο ποιητής περιγράφει τη ζωή των Μεσολογγιτών δεκαπέντε ημέρες πριν την ηρωική έξοδο και την άλωση της πόλης:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γώ στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Η κατάσταση είναι τραγική… Η πείνα έχει εξαθλιώσει σε τέτοιο βαθμό τους πολιορκημένους που το ντουφέκι έχει βαρύνει. Πιο σκληρή όμως κι από την πείνα είναι η βεβαιότητα ότι το ξέρει ο εχθρός.
«Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει»
Είναι Απρίλης, η φύση είναι στα καλύτερά της «Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει», δηλώνει ο ποιητής γιατί ή απώλεια της ζωής μέσα σε τέτοια ομορφιά είναι ακόμη πιο πικρή.
Ο αδύναμος ήχος από τη μεσολογγίτικη σάλπιγγα του, φθάνει εις το εχθρικό στρατόπεδο και προκαλεί το γέλιο και την απάντηση της περιπαίχτρας τουρκικής σάλπιγγας που την κρατάει ο χορτάτος Τούρκος.
Οι πολιορκημένοι ακούνε αλαλαγμούς από το τουρκοαιγυπτιακό στρατόπεδο αφού καταφθάνει εκεί και ο στόλος του καθώς διαψεύδονται οι ελπίδες τους ότι θα ερχόταν να τους βοηθήσει ο ελληνικός στόλος .
«Ακόμα και το αεράκι τους πολεμάει» Οι μυρωδιές από τα φαγητά των πολιορκητών φτάνουν στα μπαλκόνια των πολιορκημένων κι ενώ μια γυναίκα σκέφτεται να κλείσει τα παράθυρα για να μην δοκιμάζεται η αντοχή της, μια άλλη την παρακινεί να τα αφήσουν ανοικτά λέγοντας : «Είναι ανάγκη να συνηθίσουμε.»
Βρίσκουν ακόμη και στον θάνατο ομορφιά…
Οι μανάδες βλέπουν τα παιδιά τους να σβήνουν αλλά δεν πτοούνται. Βρίσκουν ακόμη και στον θάνατο ομορφιά . «Ο γιος σου κρίνος με δροσιά, φεγγαροστολισμένος», λέει μια γυναίκα σε μια άλλη την ώρα που χάνει το σπλάχνο της.
Αποφασίζεται η έξοδος των πολιορκημένων. Οι γυναίκες καίνε τα κρεββάτια τους , τα στεφάνια του γάμου τους για να μην τα μαγαρίσει ο εχθρός και κάνουν δεήσεις.
Κάποιοι θα μείνουν πίσω και θα ανατιναχθούν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Οι υπόλοιποι θα βγουν έξω και θα πολεμήσουν μέχρι να πεθάνουν.
Σκέφτεται ο ελεύθερος πολιορκημένος:
«Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνη»
Με ομοψυχία βγαίνουν:
Όλοι σαν ένας, ναι χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
Αποδεκατίζονται καθώς κι αυτοί που έμειναν πίσω ανατινάζονται με «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο».
Ήταν συνειδητοποιημένοι
Οι Μεσολογγίτες χωρίς τροφή, δεν δελεάστηκαν από την ομορφιά της φύσης, από τις προτάσεις των εχθρών να γλιτώσουν το θάνατο με κόστος να απαρνηθούν τη θρησκεία τους. Δεν τους γονάτισε ο θάνατος των αγαπημένων τους προσώπων.
Ήταν συνειδητοποιημένοι πως η ζωή τους σύντομα θα σταματούσε. ΔΕΝ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΑΝ. ΝΙΚΗΣΑΝ όλες τις δυσκολίες ΚΑΙ τους πειρασμούς αποδεικνύοντας πως ήταν πραγματικά Ελεύθεροι.
Πέρασαν 199 χρόνια από τότε.
Ο ελληνισμός πάλι πολιορκείται.
Αρκεί μια ματιά στον Πενταδάκτυλο, που κουβαλάει ακόμη εκείνη τη σιχαμερή σφραγίδα της σκλαβιάς, τη σημαία του ψευδοκράτους.
Αρκεί μια ματιά στον Έβρο που δέχεται εισβολή αφού ο τουρκικός στρατός με τεθωρακισμένα επιχειρεί να αφαιρέσει τα συρματοπλέγματα των συνόρων, ρίχνει καπνογόνα, βάζει φωτιές εφοδιάζει με εργαλεία και δίνει οδηγίες στον μεταναστευτικό όχλο πώς να συμβάλει στο παράνομο έργο του.
Αρκεί μια ματιά στα ελληνικά νησιά που έχουν βουλιάξει από παράτυπους μετανάστες κι από πρόσφυγες.
Κι ενώ ο ελληνισμός πολιορκείται αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ακόμη εκείνο το ήθος στον σημερινό Έλληνα έτσι όπως το σκιαγράφησε ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του.
Είναι Ελεύθερος ο Έλληνας μέσα στην Πολιορκία του; Έχει εκείνες τις αντιστάσεις που θα του επιτρέψουν να αγωνιστεί, να μην συνθηκολογήσει με τον εχθρό και να γίνει βορά στο λυσσασμένο του στόμα;
Αυτό είναι το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε ΣΗΜΕΡΑ.
Πιασμένοι χέρι χέρι, μονιασμένοι πια όλοι τους οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες της Ελευθερίας του 1821, κρατώντας τη ματωμένη γαλανόλευκη σημαία τους ξεκινάνε από τη Γραβιά, τη Χίο, τα Ψαρά, την Τριπολιτσά, τα Δερβενάκια κι από άλλους δοξασμένους τόπους, ρίχνουν το βλέμμα στον Έβρο, κάνουν έναν κύκλο με το καράβι του Κανάρη εκεί στα Ίμια και αράζουν στην Κύπρο. Με μεγάλες δρασκελιές φτάνουν στην πλατεία του Σεραγιού για να συναντήσουν τους προεστούς του τόπου και τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό.
Μα ο κύκλος μεγαλώνει.
Έρχονται αυτοί που έκλεισαν τη ζωή τους σ’ έναν φάκελο μικρό, που να χωράει στο τετράδιο μιας μαθητριούλας, στον προβολέα ενός ποδηλάτου. Έρχεται από τον Μαχαιρά του με τις « χοντρές ελληνικές κοκκάλες του» ο Γρηγόρης μας, από τον Πενταδάκτυλο ο Μάτσης μας. Ερχονται τα λεβεντόπαιδα από τις αγχόνες, οι αρχάγγελοι από τον Αχυρώνα, οι θυσιασμένοι και οι βασανισμένοι της « κυπριακής μας επανάστασης».
Κι ο κύκλος μεγαλώνει.
Έρχονται οι προδομένοι του 1974, οι θυσιασμένοι, οι αιχμάλωτοι, οι νεκροζώντανοι.
Έρχονται οι γυναίκες με τις φωτογραφίες κι οι ανυπότακτες δασκάλες της Καρπασίας.
Τελευταίες έρχονται οι μαρμαρωμένες μορφές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Τάσου Μάρκου μας.
Όλη η Σταυρωμένη Ρωμιοσύνη είναι εκεί.
Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός παίρνει από το δισκοπότηρο της Ιστορίας και τους κοινωνεί ανθούς από το Μεσολόγγι:
«Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει».
Ελένη Σιούφτα