Νησίφορος Θεοδώρου: Για την Ελλάδα και τον Χριστό

Πατριδογνωσία

Ο «Γκούρας» της ΕΟΚΑ

Είχα την τύχη και την τιμή, να γνωρίσω πριν φύγει, ένα από τους πιο αγνούς Έλληνες πατριώτες, τον Νησίφορο Θεοδώρου. Τον συνάντησα μερικές φορές στο χωριό του την Πάχνα (το μεγαλύτερο κρασοχώρι της Κύπρου), στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και κάθε φορά έμενα συγκλονισμένος από την απλότητα, την σοφία και την ταπεινοφροσύνη του.

Αγαλλίαζε η ψυχή σου να τον ακούς να μιλά… Πάντοτε με σεμνότητα και με καλοσύνη να φιλοσοφεί τη ζωή. Ξεχείλιζε η ψυχή του από αγάπη για την Ελλάδα και τον Χριστό. Τυχεροί όσοι τον είχαν κοντά τους.

Σαν ένα μνημόσυνο

Με το παράδειγμα και την ενάρετη ζωή του αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για τη νέα γενιά. Σαν ένα μνημόσυνο αναδημοσιεύουμε συνέντευξη που έδωσε στο Νίκο Παπαναστασίου, σε ηλικία 88 ετών στο περιοδικό «το Περιοδικό» στις 13/5/1994.

Διαβάστε την μέχρι την τελευταία λέξη. Αξίζει.

Ήθελα να κοινοποιήσω, να γράψω την ιστορία αυτού του σπουδαίου πατριώτη και ενάρετου – σοφού ανθρώπου. Δυστυχώς δεν πρόλαβα… Πήγε να συναντήσει τους συναγωνιστές του και τον Πλάστη μας.  

Κάποιες φορές περπατώντας στους δρόμους της Πάχνας, νιώθω ότι το πνεύμα και η ψυχή του σεργιανίζουν, στον τόπο που αγάπησε, έζησε και αγωνίστηκε για μια Κύπρο ελεύθερη, ενωμένη με τη Μάνα Πατρίδα Ελλάδα.

Λεβέντη, γέροντα Νησίφορε, σε ευχαριστούμε.
Η μνήμη σου θα είναι αιώνια.

Με σεβασμό και δέος γονατίζω στον τάφο σου και προσκυνώ.
Γιώργος Παττίχης

Ο φιλόσοφος της Πάχνας

Κείμενο: Νίκος Παπαναστασίου

Όταν είδα για πρώτη φορά το γέρο Νισήφορο Θεοδώρου από την Πάχνα δεν ήταν δυνατό να διαπιστώσω αυτό που πραγματικά είναι. Άλλωστε, η πολύ μεγάλη ηλικία του – 88 χρονών – ήταν ένα στοιχείο που μπορούσε να με οδηγήσει εύκολα  στο συμπέρασμα ότι ο συνομιλητής μου ήταν αγράμματος και με ξεθωριασμένη μνήμη.

Όμως για το γέρο Νισήφορο τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Από τις πρώτες κουβέντες που κάναμε, διαπίστωσα ότι κατέχει τόσα πολλά, που μόνο ως «φιλόσοφο» μπορούσα να τον χαρακτηρίσω.

Πολυδιαβασμένος, βαθιά θρησκευόμενος, πατριώτης. Με οξύνοια πνεύματος που ξαφνιάζει. «Οι γονείς μου – μου είπε – ήταν αγράμματοι, αλλά  μου έδωσαν ανατροφή χριστιανική και ελληνική. Ο παππούς μου, από τη μητέρα μου, ήταν παπάς.

Ο πατέρας μου Θεόδωρος ορφάνεψε στα τρία του χρόνια και αναγιώθηκε σε σπίτια όπου βοηθούσε. Αργότερα έπαιρνε κρασί στην Πάφο και στη Λεμεσό και το πουλούσε. Καμιά φορά δε θυμούμαι να ξυπνήσει και να μην κάνει το σταυρό του. Το ίδιο και όταν θα πήγαινε για ύπνο το βράδυ.

Πολύ θρησκευόμενη ήταν επίσης η μητέρα μου Δέσποινα. Όταν άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ η μητέρα μου ήταν πεθαμένη, ενώ ο πατέρας μου πέθανε ενώ ήμουν στα κρατητήρια.

Ζήτησα να με αφήσουν να παραστώ στην κηδεία του, αλλά ο Άγγλος υπεύθυνος μου απάντησε: «Όσο θα υπάρχουν κρατητήρια εσύ θα είσαι μέσα»!

Την απέραντη πίστη του στο Θεό, ο γέρο Νισήφορος την αποδεικνύει σε κάθε στιγμή. Χωρίς κομπασμό, χωρίς περιαυτολογία, χωρίς θόρυβο, αλλά πάντα με ευλάβεια και συστολή καρδίας.

«Με βάση την πρώτη εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου – τονίζει – είχαμε κι εμείς ως πρώτο μας μέλημα το Θεό, γιατί όπως μας είπε ο ίδιος ο Κύριος «άνευ εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν». Μας συνέστησε επίσης να ζητούμε και θα μας δίδεται ν’ αναζητούμε κάτι και θα το βρίσκουμε, να κτυπούμε την πόρτα και θα μας ανοίγει».

Τη νηστεία την τηρείς κ. Νισηφόρε;

Βέβαια. Και όταν ήμουν ελεύθερος και όταν παντρεύτηκα. Παλιά, ήμουν και ψάλτης στην εκκλησία, όπου πήγαινα πάντα – και εξακολουθώ να πηγαίνω – καθαρός και ευπρεπής. Μια φορά θυμούμαι, τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα στο τέλι, αλλά τα φόρεσα έτσι και πήγα εκκλησία γιατί ήθελα να πάω καθαρός. Γεννήθηκα μπορώ να πω μέσα στην εκκλησία ξενοδούλευα για να ζήσω τα τέσσερα μου παιδιά, αλλά πριν τελειώσει η λειτουργία, ακόμα κι αν μου έδιναν χίλιες λίρες, δεν πήγαινα στη δουλειά κανενός».

Θεωρείς ότι η πίστη σου αυτή σε βοήθησε στη ζωή σου;

«Οπωσδήποτε. Αν για παράδειγμα, ήμουν άπιστος και μικρόψυχος, στα φρικτά βασανιστήρια που μου έκαμαν οι Άγγλοι στις Πλάτρες, θα λύγιζα και ίσως πρόδωνα την πατρίδα μου. Η πίστη μου όμως με κράτησε ψηλά και το στόμα μου έμεινε κλειστό μέχρι τέλους, όπως ήταν και ο όρκος μου. Ο άνθρωπος που δεν έχει πίστη, ούτε πατρίδα υπολογίζει.

Τους άγιους μάρτυρες της Εκκλησίας μας τους έκαιαν ζωντανούς, όμως υπέμεναν τα πάντα αγόγγυστα. Εμείς σήμερα λέμε ότι οι Τούρκοι είναι πολλοί και πως δεν τα βγάζουμε πέρα. Όταν όμως τα υπολογίζουμε έτσι, στον αιώνα δε θα δούμε ελευθερία. Η ελευθερία θέλει τόλμη. Και τον Τούρκο αν δεν τον κτυπήσεις καίρια στο κεφάλι, δεν έρχεται στα σύγκαλά του.

Υπήρξες αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Ποιος σε όρκισε και πότε;

Με όρκισε το 1954 ο ιερέας της Φανερωμένης Λευκωσίας Παπαφώτιος Καλογήρου. Το ψευδώνυμο μου ήταν «Γκούρας». Ο Παπαφώτης μου έδωσε επίσης διαφωτιστικό υλικό το οποίο διένειμα στην Πάχνα και σε άλλα χωριά μέχρι τη Λεμεσό. Παράλληλα, άρχισα τη μύηση προσώπων στον αγώνα, κυρίως γνωστών μου και φίλων. Θυμούμαι ότι ο Παπαφώτης μου σύστησε να παίρνω υλικό από το βιβλιοπωλείο του Ιωαννίδη στη Λεμεσό. «Τα βιβλία που χρειάζεσαι –  μου είπε συνθηματικά – να τα παίρνεις από εκεί». Επειδή εγώ δεν είχα αυτοκίνητο, έστειλα την πρώτη φορά το Νίκο Κωνσταντίνου, όμως ο Ιωαννίδης δεν του έδωσε τίποτε, ίσως γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη».

Με το κρησφύγετο του Διγενή πως συνδέθηκες;

«Μέσα στον Ιούνιο του 1956 πήρα ειδοποίηση από τον αγωνιστή Λεύκιο Ροδοσθένους να πάω στο σπίτι του Δάφνη Παναγίδη στη Λεμεσό και με θέλει. Όταν πήγα, αρχίσαμε μυστικά να βγάζουμε κρησφύγετο μέσα σε μια παράγκα, που ήταν στο περιβόλι έξω από το σπίτι. Με βοηθούσαν δύο άτομα από το Καλό Χωριό, ο Χρίστος και ο Βασίλης, οι οποίοι έφευγαν το βράδυ. Εγώ έμενα εκεί και υπό την κάλυψη της νύκτας μετέφερα το χώμα που βγάζαμε και το έπαιρνα στις λακάνες των λεμονόδεντρων. Κοιμούμουν σε μια τάβλα κάτω από τη συκιά».

Ήξερες ποιος θα έμενε στο κρησφύγετο;

«Όχι, όμως μια μέρα είδα τον Παχύκωστη – το λοχία τότε της Αστυνομίας Κώστα Ευσταθίου – ο οποίος είχε μεταφέρει τις μέρες εκείνες το Διγενή κρυφά στο σπίτι του Δάφνη, μαζί με τον αδελφό του και ένα τρίτο πρόσωπο με ράσο που δεν το ήξερα και που ήταν, όπως υπολόγισα, ο Αρχηγός. Εκείνη τη μέρα μάλιστα, ήρθε εκεί ένας Τούρκος και με ρώτησε γιατί σκάβαμε. Εγώ του είπα ότι «εχάθηκεν το νερό του λάκκου, τζι’ έφερεν μας ο Δάφνης τζιαι λαουμνιάζουμέν το»!

Εδούλεψες και στην κατασκευή του κρησφυγέτου του Διγενή στο σπίτι του Μάριου Χριστοδουλίδη, δεν είναι;

«Εδούλεψα. Κι έμεινα εκεί μέχρι που τέλειωσε, οπότε και επέστρεψα στο χωριό. Τι να τα λέμε όμως; Είναι εγωιστικό. Ό,τι έκαμα, ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε. Η ικανοποίηση μου είναι ότι πρόσφερα τις υπηρεσίες μου στην πατρίδα».

Από τη δράση σου στην περιοχή της Πάχνας τι θυμάσαι;

«Είχα περίπου 50 μέλη μόνο από την Πάχνα. Η διαταγή του τομεάρχη, ήταν να κτυπούμε δύο φορές τη βδομάδα τις σωλήνες με τις οποίες υδροδοτείτο το στρατόπεδο των Άγγλων στα Πολεμίδια. Οι σωλήνες ξεκινούσαν από το τούρκικο χωριό Κισούσα και περνούσαν έξω από την Πάχνα. Το υλικό μας το έστελλαν από τη Λεμεσό και το παίρναμε από το κέντρο της Αγγελικής στις Κυβίδες. Σε μια τέτοια επιχείρηση λοιπόν συνελήφθηκα. Ήταν 4 του Νιόβρη του 1956. Βέβαια, εκτός από τη διλοφθορά στις σωλήνες, κάναμε πολλές άλλες επιχειρήσεις, όπως ενέδρες, επιθέσεις κλπ.

Τη νύκτα εκείνη που με συνέλαβαν, τη νάρκη πυροδότησε ο Κρίτων Στίγκας, ο οποίος λίγο πιο πριν μου είπε να φύγω «γιατί είσαι γέρος και δε θα μπορέσεις να φύγεις όταν ανοίξουν πυρ οι Εγγλέζοι και θα σε φάσιν». Έφυγα πράγματι και την επομένη οι Άγγλοι έβαλαν «κέρφιου» το χωριό και με συνέλαβαν εμένα και τρεις άλλους. Μας μετέφεραν στις Πλάτρες, όπου και μας βασάνισαν άγρια. Κάθε πέντε λεπτά ξύλο. Πρήστηκαν τα πόδια μου. Έβαζαν τους λυκόσκυλους να με φάνε! Ακόμα υπάρχει σημάδι από δάγκωμα σκύλου στο χέρι μου. Τα ρούχα μας έγιναν ολογαίματα και τα στείλαμε στο χωριό να μας τα πλύνουν».

Πόσες μέρες σας κράτησαν στις Πλάτρες;

«Δεκαοκτώ. Μετά τις πρώτες τέσσερις όμως, το ξύλο σταμάτησε γιατί είχε πεθάνει από τα βασανιστήρια ο ήρωας Αντρέας Παναγιώτου, από τον Πολύστυπο και οι Άγγλοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Θυμούμαι χαρακτηριστικά ότι ο Άγγλος που με ξυλοκοπούσε κάθε λίγο και λιγάκι ήρθε και μου είπε: «Ξύλο από τώρα και να πάει δεν έχει, είσαι αδελφός μου και δώσε μου το χέρι σου»!

Που σας πήραν μετά;

«Στα κρατητήρια της Πύλας με τα χέρια στο κεφάλι. Απ’ εκεί με μετακίνησαν αργότερα στην Κοκκινοτριμιθιά. Ήμουν εκεί όταν οι κρατούμενοι έκαψαν τον κάμπο. Ήρθε θυμούμαι η Μαρούλα η γυναίκα του Δάφνη Παναγίδη και έφερε μυστικά τη διαταγή του Διγενή και την έδωσε στους υπεύθυνους της Οργάνωσης που υπήρχαν στο στρατόπεδο. Η διαταγή ήταν «στις 11 η ώρα το πρωί πρέπει να καεί το στρατόπεδο». Λίγη ώρα πριν, κρατούμενοι αγωνιστές «έλουσαν» τις πόρτες και τα παράθυρα του κάθε διαμερίσματος (παράγκας) με πετρέλαιο, το οποίο χρησιμοποιούσαμε για το μπάνιο. Η φωτιά σε ελάχιστο χρόνο κάλυψε τα διαμερίσματα και παρά τις προσπάθειες των Άγγλων να τη σβήσουν, οι παράγκες καταστράφηκαν εντελώς».

Τι θυμάσαι από τις τελευταίες μέρες που μείνατε στα κρατητήρια;

«Την απόλυσή μας είδαν στον ύπνο τους δύο γυναίκες από τη Λευκωσία και ήρθαν για επίσκεψη και μας το είπαν. Παρόμοιο όνειρο όμως είδα κι εγώ. Βέβαια, η κατάληξη του αγώνα δεν ήταν καλή και προτιμούσαμε χίλιες φορές να μέναμε στα κρατητήρια παρά να βγούμε με το έκτρωμα της Ζυρίχης».

Ως αγωνιστής της ΕΟΚΑ τι αισθάνεσαι σήμερα;

«Αισθάνομαι περηφάνεια για ότι έκαμα, πρέπει να σημειώσω όμως με λύπη μου ότι όλους τους αγωνιστές τους καταδίωξαν. Έχει ανθρώπους, που μέχρι τώρα μας βλέπουν όπως η αίγα το μαχαίρι. Τόσο φθονερός κόσμος υπάρχει».

Οι αγωνιστές πως σε βλέπουν;

«Από τους αγωνιστές τυγχάνω γενικής εκτίμησης και χαίρομαι γι αυτό».

Η γυναίκα σου αντέδρασε στη συμμετοχή σου στην ΕΟΚΑ;

«Αντίθετα. Η μακαρίτισσα η Άννα με βοήθησε όσο μπορούσε. Μεταδόθηκε και σ αυτήν ο πατριωτισμός «γιατί το δέντρον όταν το μπολιάσεις κάτι καλόν θα κάμει».

Πόσα παιδιά έχεις;

«Τέσσερα: το Χριστάκη, το Γιώργο, τη Δέσποινα και την Κυριακού».

Τη σημερινή κατάσταση πως την βλέπεις;

«Για τη σημερινή τραγική μας κατάσταση αισθάνομαι προσβολή. Είναι μια καταισχύνη για τον Ελληνισμό. Αλήθεια, πόση ταπείνωση; Ο Ελληνισμός ποτέ στην ιστορία δεν υπολόγισε αριθμητική δύναμη, γι αυτό και σήμερα δεν μπορούμε ν αφήσουμε τον οποιοδήποτε επίβουλο να μας καθυποτάξει επειδή είμαστε λίγοι. Πιαστήκαμε δυστυχώς στην καλοζωή και εφησυχάζουμε. Αύριο όμως αν έρθει ο κατακτητής, η καλοζωή θα χαθεί και θάμαστε δούλοι. Με άτιμο μάλιστα τρόπο.

Δυστυχώς, ο σημερινός κόσμος της Κύπρου «επορεύθη εν τοις θελήμασι των κατιόντων» και έκαμε αποστασία από την εκκλησία. Αλλά εάν, όπως είπε ο Δαβίδ, μη Κύριος φυλάξοι οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες, εάν μη Κύριος φυλάξει πάλιν αδίκως ηγρύπνησαν οι φυλάσσοντες».

Πάμε σήμερα στην εκκλησία και ενώ ψάλλεται το «Άξιον εστίν» όλοι κάθονται στους σκάμνους. Αν έρθει όμως κάποιος ξένος, αμέσως σηκωνόμαστε να τον υποδεχτούμε. Αντίθετα, τον Βασιλέα των βασιλευόντων, τον οποίο έχουμε κάθε στιγμή ανάγκη, δεν τον τιμούμε…
Από την άλλη, τα 90% του λαού μας σηκώνεται από το τραπέζι και δεν κάνει τον σταυρό του «γιατί ντρέπεται» όπως λέει. Ποιόν ντρέπεται; Δε σκέφτεται από που ήρθε το φαγητό και τα άλλα αγαθά που απολαμβάνει καθημερινά;

Αν διαβάσεις όλα τα βιβλία του κόσμου μπορείς να βρεις σ αυτά την ουσία που μπορείς να βρεις στη διδασκαλία του Χριστού. Το Χριστιανισμό τον πολεμούν πολλοί, αλλά δεν μπορούν να τον καταβάλουν, γιατί είναι ακατάβλητος, ακατανίκητος. Εγώ διάβασα Τολσόι, Έγκελς, υλιστικές θεωρίες, τίποτε όμως το ουσιαστικό δε βρήκα στα γραφόμενά τους. Ενώ όταν διαβάσω, όπως και ο καθένας το Ευαγγέλιο, νιώθω μια ιδιαίτερη ικανοποίηση. Γιατί ο Χριστιανισμός στέκεται ψηλά. Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα στα πατερικά κείμενα: «Τιθέασι τον λύχνον ούχι – επί τον μόδιον αλλά επί των λυχνίαν ίνα λάμπει πάσει τη οικία, ούτω λαμψάτω το φως έμπροσθεν των ανθρώπων ίνα ίδουσι τα καλά έργα υμών».

Ποιοι όμως είναι σήμερα οι Χριστιανοί, που θέλουν να φαίνονται τα καλά τους έργα; Οι Χριστιανοί έπρεπε να είμαστε υπόδειγμα, αλλά δεν είμαστε. Είμαστε, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «για φτυμμαθκιές»! Εγώ τα λέω αυτά οπουδήποτε βρεθώ γιατί πιστεύω στα λόγια του σοφού Σόλωνα: «Ουχί τα ευχάριστα προς τους φίλους αλλά τα δυσάρεστα».

Οι Τούρκοι ζητούν από μας να κάνουμε συνεχώς παραχωρήσεις. Εσύ πως το χαρακτηρίζεις αυτό;

«Απαράδεκτο και προκλητικό. Μας λένε να τους δώσουμε την Κερύνεια για να δεκτούν. Γιατί όμως; Μήπως τις εκκλησίες της Κερύνειας τις έκτισε κανένας Μεχμέτ; Οι εκκλησίες κτίστηκαν με ποταμούς ιδρώτα και αίματος των Χριστιανών. Και καλά κάνουν οι πολιτικοί μας να πουν στον Τούρκο: «Ήρθες ως κατακτητής, γι αυτό θα πρέπει να πάρεις το στρατό σου και να φύγεις.»

Αν αλλάξουν αύριο τα πράγματα και η Κύπρος ελευθερωθεί εσύ τι νομίζεις ότι θα αισθανθείς;

«(Κλαίει). Από τη χαρά και τη συγκίνησή μου ίσως πεθάνω την ίδια ώρα…».