Ετούτη είναι η Ομορφιά
Ζούμε μια πολύ παράξενη, πρωτόγνωρη κατάσταση. Η πανδημία του COVID-19,μας υποχρεώνει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα να μείνουμε σπίτι όσο χρειαστεί. Αν μείνουμε πιστοί στα μέτρα, σύντομα θα δούμε τα πρώτα σημάδια επιστροφής στην κανονικότητα.
Θα τα καταφέρουμε και αυτή την φορά. Τόσα και τόσα πέρασε ο Ελληνισμός, δεν θα αφήσουμε τον κορωνοϊό να μας νικήσει και να μας διαλύσει. Θα τα καταφέρουμε με υπομονή, ενότητα και αισιοδοξία. Οι Έλληνες δείχνουμε πάντα αλληλεγγύη στις δύσκολες στιγμές.
Με την βοήθεια του Θεού θα ξεπεράσουμε και αυτή την κρίση. Σύντομα ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!
Πεθυμήσαμε πολύ τις ομορφιές του (ευλογημένου) τόπου μας… Μέχρι να επιστρέψουμε στην κανονική μας ζωή, ας ταξιδέψουμε νοερά στην Ελλάδα μας μέσα από ένα πολύ όμορφο απόσπασμα, από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη.
Ετούτη είναι η αφτέρουγη Νίκη, η κορφή της χαράς
Μιαν ανοιξιάτικη Κυριακή θυμούμαι δυο τρεις ανθισμένες κερασιές σ᾿ ένα οργωμένο κόκκινο χωράφι, γέμισε η καρδιά μου ευτυχία. Βγήκε τη στιγμή εκείνη κι έλαμψε ό ήλιος σαν την πρώτη μέρα που βγήκε από τα χέρια του Θεού˙ έλαμψε η θάλασσα του Σαρωνικού, πέρα η Αίγινα στο πρωινό φως γέμισε τριαντάφυλλα˙ δυο κοράκια πέταξαν καλoσήμαδα δεξά μου και τα φτερά τους αντιδόνησαν σαν κόρδες δοξαριού. Από τη μια μεριά τα κύματα σαν ομηρικά άλογα, με άσπρες χαίτες, δροσεροί μακρόσυρτοι στίχοι του Ομήρου, κι από την άλλη μεριά η ελιά της Αθηνάς όλο λάδι και φως, κι η δάφνη του Απόλλωνα, και τα θαματουργά όλο κρασί και τραγούδι αμπέλια του Διόνυσου.
Στεγνή, λιτοδίαιτη γης, πέτρες ροδοκοκκινισμένες από τον ήλιο, τα βουνά γαλάζια κυματίζουν ανάερα, αχνίζουν μέσα στο φως. Ολόγυμνα, και λιάζoυvται ήσυχα, αναπαμένα, σαν αθλητές. Πήγαινα κι ως πήγαινα θαρρούσα πως όλη η γης κι ο ουρανός οδοιπορούσαν μαζί μου· έμπαιναν μέσα μου όλα τα γύρα μου θάματα, άνθιζα, γελούσα, αντιδονούσα κι εγώ σαν την κόρδα του δοξαριού· κι η ψυχή μου πώς χάνουνταν την Κυριακή εκείνη κι έσβηνε τιτιβίζοντας στο πρωινό φως, σαν τη σταρήθρα!
Ανέβηκα σ’ ένα λόφο κι αγνάντευα πέρα τη θάλασσα, τα φτενά ρόδινα ακρογιάλια, τ᾿ αλαφρογραμμένα νησιά. Τι χαρά είναι ετούτη! μουρμούρισα· πώς κολυμπάει το παρθενικό σώμα της Ελλάδας, κι ανασηκώνεται από τα κύματα και πέφτει επάνω του ο ήλιος, σαν αρραβωνιαστικός! Πώς δάμασε την πέτρα και το νερό και πώς λαγάρισε από την αδράνεια και τη χοντροκοπιά της ύλης, κρατώντας μοναχά την ουσία!
Γύριζα να γνωρίσω την Αττική, έτσι νόμιζα· μα εγώ γύριζα να γνωρίσω την ψυχή μου· στα δέντρα, στα βουνά, στη μοναξιά ζητούσα να βρω και να γνωρίσω την ψυχή μου, μάταια· η καρδιά δε σκιρτούσε· σημάδι άσφαλτο πως δεν έβρισκα αυτό που ζητούσα.
Μια μέρα μονάχα, ένα μεσημέρι, θάρρεψα πως τη βρήκα. Είχα πάει ολομόναχος στο Σούνιο· ήλιος καφτός, είχε μπει το καλοκαίρι, τα πληγωμένα πεύκα έχυναν το ρετσίνι τους κι ο αγέρας μοσχοβολούσε· ένα τζιτζίκι ήρθε και κάθισε στον ώμο μου και κάμποση ώρα οδοιπορούσαμε μαζί· μύριζα όλος σαν πεύκο, είχα γίνει πεύκο, κι άξαφνα, ως ξεπρόβαινα από τον πευκώνα, είδα τις άσπρες κολόνες του ναού του Ποσειδώνα, κι ανάμεσά τους, στραφταλιστή, σκούρα γαλάζια, την άγια θάλασσα.
Τα γόνατά μου κόπηκαν, στάθηκα· ετούτη είναι η Ομορφιά, συλλογίστηκα, ετούτη είναι η αφτέρουγη Νίκη, η κορφή της χαράς, πιο απάνω δεν μπορεί να φτάσει ό άνθρωπος.
Ετούτη είναι η Ελλάδα.
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο