«Μαχαιρωμένη Παναγιά, ξανάδες τέτοιο τάξιμο; Ξανάλιωσε στην χάρη σου λαμπάδα τέτοιο μπόι»;
Φεβρουάριος 1957. Ο κλοιός γύρω από τον Γρηγόρη Αυξεντίου αρχίζει να στενεύει. Το χέρι της προδοσίας τεντώθηκε στο τόξο της αιώνιας καταισχύνης και έδειξε τον στόχο. Ο άνθρωπος με το σβησμένο πρόσωπο – όπως πολύ εύστοχα αποκαλεί τους κουκουλοφόρους προδότες ο Ελύτης – αναδύθηκε μέσα από τους αιώνες, σύρθηκε έξω από τον σκοτεινό του τάφο ο Εφιάλτης, βρυκολάκιασε μέσα στον χρόνο και ήρθε από τις Θερμοπύλες για να επαναλάβει το φρικτό του έργο…
Αν μπορούσε όμως να κοιτάξει πίσω του θα έβλεπε ότι δεν ήταν μόνος. Θα έβλεπε μια μορφή ολόφωτη, εξαίσια, υπερκόσμια, λουσμένη σε ηλιαχτίδες να τον ακολουθεί. Μια μορφή που ξεκίνησε και αυτή από τις Θερμοπύλες και έφτασε στον Μαχαιρά. Γονάτισε, προσκύνησε τα Άγια των Αγίων και αφουγκράστηκε να ακούσει μιά γνώριμη της ηχώ, μιά δική της ηχώ. «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ». Ο Λεωνίδας ήτο παρών.
3 Μαρτίου 1957. Μέρα Κυριακή. Πρωί. Στην Μονή του Μαχαιρά η Θεία Λειτουργία βρίσκεται σε εξέλιξη. Την ώρα που οι μοναχοί δέονται στον Κύριο του παντός για τους ΕΝ ΟΡΕΣΙ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΟΙΣ ΚΑΙ ΤΑΙΣ ΟΠΑΙΣ ΤΗΣ ΓΗΣ, την ώρα που υψώνουν τα χέρια σε ικεσία για τους ΕΝ ΕΡΗΜΙΑΙΣ ΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥΣ, την ίδια ώρα λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω είχαν αρπαχτεί στα χέρια δύο γίγαντες σένα πάλεμα μέχρι τελικής πτώσεως, σένα αιματοκύλισμα βάρβαρο και απάνθρωπο.
Δύο γίγαντες, δύο τιτάνες, η σκλαβιά και η ελευθερία. Και το αιματοκύλισμα αυτό θα κρατήσει ώρες. Ο Βρετανικός Λέοντας άρπαξε στα σουβλερά του δόντια το κρησφύγετο και το ξέσκισε, το γάντζωσε στα κοφτερά του νύχια, το σήκωσε ψηλά το τράνταξε, του ξερίζωσε τα σπλάχνα και το βρόντηξε χάμω. Και αυτό άρχισε να αιμορραγεί σαν ζωντανό πλάσμα.
Δεν ήταν ανθρώπινη οργή αυτή. Εδώ επί οκτώ ολόκληρες ώρες ο ίδιος ο δαίμονας έδερνε την φύση. Ο Μαχαιράς ζει τις πιο άγριες αλλά συνάμα και τις πιο ένδοξες ώρες της ιστορίας του.
Δύο μάχες διεξάγονται ταυτόχρονα. Στην σπηλιά αλλά και στον ναό. Στην σπηλιά χύνεται το αίμα, αλλά και στον ναό γονατιστοί μπροστά στα στασίδια τους οι μοναχοί χύνουν πύρινα ποτάμια δακρύων δεόμενοι, «Ελέησον με ο Θεός, ότι κατεπάτησε με άνθρωπος, όλην την ημέρα πολέμων έθλιψε με. Κατεπάτησαν με οι εχθροί μου όλην την ημέρα, ότι πολλοί οι πολεμούντες με από ύψους. Επί τω θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος».
Τι ποιήσει μοι άνθρωπος! Και αυτό που εποίησε ο άνθρωπος στον Μαχαιρά, μόνο άνθρωπος δεν μπορούσε να το ποιήσει. Βρήκε βωμό στημένο και σφαχτάρι έτοιμο. Πυρπόλησε λοιπόν τα ξύλα.
«Μαχαιρωμένη Παναγιά, ξανάδες τέτοιο τάξιμο; Ξανάλιωσε στην χάρη σου λαμπάδα τέτοιο μπόι»;
Αντιστράτηγε Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου.
Σήμερα εκ του μακρόθεν στρέφουμε τα μάτια της ψυχής και του σώματος προς τον χώρο της θυσίας σου. Νοερά κλίνωμε γόνυ και καταθέτωμε τα αμάραντα στέφανα της ευγνωμοσύνης μας προ του μεγαλείου σου.
Με ντροπή στρέφωμε το βλέμμα προς τον Πενταδάκτυλο που κάποτε σκέπαζες με το βαρύ σου πέλμα και σήμερα αλίμονο, το σκεπάζει η ερυθρά ημισέληνος. Και σε εκλιπαρούμε. «ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ. ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ ΙΝΑ ΔΙΔΑΞΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΠΩΣ ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ».
Νικήτας Ιωάννου