Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες

Ποίηση - Λογοτεχία Πολιτισμός

Ο Κωστής Παλαμάς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής».

Δημοσίευσε συνολικά 40 ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές.

Ο Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου το 1859 στην Πάτρα και είχε καταγωγή από το Μεσολόγγι. Σε ηλικία έξι ετών έχασε τους γονείς του. Μετά το θάνατο των γονιών του, ο ποιητής μαζί με τα αδέρφια του πήγαν να ζήσουν στο Μεσολόγγι. Έζησε εκεί από το 1867 έως και το 1875.

Μόλις ολοκλήρωσε τις μαθητικές του υποχρεώσεις, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με την ποίηση.

Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα του. Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου» στη δημοτική γλώσσα.

Ο Παλαμάς έγραψε τους στίχους του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.

Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο και με τεράστια απήχηση. Μερικά από τα πιο γνωστά του ποιήματα είναι τα ακόλουθα: «Ίαμβοι και ανάπαιστοι» (1897), «Η ασάλευτη ζωή» (1904), «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907) και « Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910).

Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας και έγινε πρόεδρος το 1930.

Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έμεινε σε αυτή τη θέση έως και το 1928.

Ο Παλαμάς «έφυγε» από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου το 1943 κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής. Η κηδεία του αποτέλεσε σημαντικό γεγονός της εποχής.

Έγινε λαϊκό προσκύνημα και μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Ο Κωστής Παλαμάς είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ελλάδας μας

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες

Τὰ μεγάλα ἐθνικά ἰδανικά, ὅταν ἀνθίζουν καὶ ζοῦνε στὸ
σπίτι τοῦ καθενός, ὁ ποιητὴς τοὺς χτίζει παλάτια. Τὰ
μεγάλα ἐθνικὰ ἰδανικὰ ὅταν ξεπέφτουν, καὶ ὁ καθένας
τὰ διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι του, ὁ ποιητὴς τὰ παίρνει στὸ
καλύβι του καὶ ἄσυλο τοὺς δίνει.
          «Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» (Πρόλογος 1907).


Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ἀκοῦστε με κ' ἐμένα:
Μᾶς ηὗραν χρόνια δίσεχτα,
στερνά, καταραμένα.
Ἔργα δὲν ἔχω, τίποτε
ποὺ ἀξίζει νὰ σᾶς φέρω·
κρύος, ἄπραγος δὲν ξέρω
παρὰ νὰ τραγουδῶ.

Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
κ' ἐσεῖς, οἱ φυτρωμένοι
στὴ γῆ ποὺ ἀρήμαχτη ἔμεινε,
κ' ἐσεῖς, ξερριζωμένοι,
– χώματα, ὀϊμέ! αἱματόπνιχτα
τῆς Θράκης, τῆς Ἰωνίας! –
ρημάδια τῆς μανίας
καὶ τῆς καταστροφῆς.

Ἄντρες κ' ἐσεῖς τῆς Ρούμελης
καὶ τοῦ Μωριᾶ βλαστάρια,
χοροὶ τοῦ Αἰγαίου, τῆς Ἤπειρος
βουνὰ καὶ παλληκάρια,
κ' ἐσεῖς, παρθένες Ἰόνιες,
πάντα καὶ ἡρώϊσσα Κρήτη,
καὶ ὦ Ρήγισσα Ἀφροδίτη,
πού εἰσαι τῆς Κύπρος πνοή.

Κ' ἐσύ, Μακεδονίτισσα,
θεία ματιασμένη χώρα,
καὶ ἡ Ρόδος, Δωδεκάνησα
χρυσὰ καὶ μέσ' στὴ μπόρα,
καὶ ὅπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,
δάφνες ξερές, νέα κρίνα,
τὸ Μισολόγγι! Ἀθήνα,
ποὺ πάντα ζοῦν οἱ θεοί!

Κ' ἐσύ, γῆ, ποὺ ηὗραν Ὅμηροι
σ' ἐσὲ τὸν Ἀχιλλέα,
καὶ ποὺ τὸ Ρήγα γέννησες
μὲ τὴ μεγάλη ἰδέα,
χαίρετε, δρόμοι, ἐρείπια,
ρουμάνια, περιβόλια,
ποτάμια, ἀραξοβόλια,
ριζώματα, κορφές.

Πατρίδα! Ἑλλάδες, παίρνετε
νόημ' ἀπὸ μιὰ καὶ μόνη
λέξη, καὶ αὐτὴ τὸ χαῖρε μου
τὸ ἐκστατικὸ πυρώνει.
Στὴ λέξη, ποὺ σὰν ἄγαλμα
βωμοῦ φαντάζει, φέρνω
τὸν ὕμνο, βάγια σπέρνω.
Π α τ ρ ί δ α! Εἶν' ὅλα ἐκεῖ.

Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ρυθμὸς οὐρανοδρόμος
ἥλιος ἀπαραστράτιστος
γιὰ τὰ Ἔθνη κάποιος Νόμος
θὰ ὑπάρχῃ. Καὶ καλότυχος
γύρω ὁ λαὸς πλανήτης
τοῦ Νόμου ποὺ μαγνήτης
ὑπάκουο τὸν κρατᾶ.

Δὲν ἀπομένει ἀσάλευτο
τίποτε, δὲ γεννιέται,
ποὺ νὰ μὴ ρεύῃ, τίποτε
καὶ ποὺ νὰ μὴ χαλιέται.
Μὰ πῶς ἀπὸ τὸ χάλασμα
πετιέται ξεδιψάστρα
πηγή! Πῶς ξαναπλάστρα
εἶναι κ' ἡ ὀργή, ἡ πληγή!

Πὼς εἶναι μιὰ ἡ πατρίδα μας
κ' εἶναι παντοῦ ὅπου πᾶμε,
καὶ ὅπου σταθοῦμε, μέσα μας
πατρίδα μία γρικᾶμε,
μία μὲ λογῆς ὀνόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δὲ ζῆ χωρὶς πατρίδες
ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.

Πλάστης τοῦ κόσμου ὁ Πόλεμος,
ὅραμα ἡ εὐτυχία.
Μὲ τὰ στοιχιὰ πᾶς, πάλεμα
σὲ τρώει μὲ τὰ στοιχεῖα,
Πατρίδα! Ὀρθή! Μὴ λυώνεσαι,
σὰ δέησης ἁγιοκέρι!
Μὲ τὸ δαυλὶ στὸ χέρι
σὲ σφιχτοζώνει ἐχθρός.

Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
καὶ μέσα στὴν κοιλάδα
τοῦ δάκρυου ἐδῶ, κι ἀντρειεύοντας
ἀπὸ μιὰ πίστη, Ἑ λ λ α δ ἀ!
κράχτε, στὸ νοῦ ριζῶστε τη
μὲ τὸ Σταυρό, μὲ δόρυ,
Σοφία, Μητέρα, Κόρη,
Παντάνασσα, Ἀθηνᾶ.

Καὶ ὦ Βασιλεῖες γερόντισσες
ἄγριες Δημοκρατίες,
κάστρα, φυτειὲς κ' ἐλεύτερων
καὶ σκλάβων, Πολιτεῖες
καὶ ἀπ' ὅποια ἀπάνου ὀνόματα,
καὶ ἀπ' ὅποιο ἀπάνου ἀγώνα,
μιὰ ὑψῶστε, μιὰ κορώνα
καὶ βλέπετε ἴσα ἐκεῖ.

Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε,
δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας
μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε
καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,
θὰ 'ρθοῦνε, θὰ περάσουν.
Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.

Κόκκαλα πάτρια μέσα μας
θαφτά, ἱερά, μαζί μας
καὶ ὅπου σεισμοὶ μᾶς τίναξαν
οἱ ἐφέστιοι πάντα θεοί μας.
Πολίτες ἄς τὴ χτίσουμε
καὶ ὁπλίτες ἐδῶ καὶ ὅλοι
τοῦ ὀνείρου ἐδῶ τὴν Πόλη
μὲ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά.

Ἡ λειτουργία δὲν τέλειωσε
κομμένη· γιὰ τὸ τέρμα
κι ἄν ξαναρχίσῃ, ἀτέλειωτη
ξανά θὰ βρῇ τὸ γέρμα,
γιὰ νὰ προσμένουμε ἄγρυπνοι
στὴ νύχτα νὰ προβάλῃ
τοῦ ὄρθρου τὸ γέλιο πάλι
ποὺ προμηνάει τὸ φῶς.

          1925.

Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Θ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΛΥΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ, ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ