Πόρος

Ποίηση - Λογοτεχία Πολιτισμός

Ένα Πασχαλινό ποίημα του Γιάννη Κ Παπαδόπουλου

Oἱ λεμβοῦχοι βαρκαρίζουν, τά περατίκια μιά καί εἴκοσι μονάχα.

Ἄλλοτε βάζανε φλουρί στό στόμα τῶν νεκρῶν

μά τώρα φτήνησε ἡ ζωή, τό ναῦλο τόρριξε ὁ Bαρκάρης.

Στές Σαρωνίδες αὖρες

κυμαίνεται ἡ ρέμβη κι’ ὁ χιτώνας, τῆς Tροιζηνίας,

τά πρωτινά, μυλόπετρα ἄνεργη, ἀκουμποῦσε στό μουράγιο.

Στό ταβερνάκι τοῦ γιαλοῦ μετροῦνε

τόσες βατοριές περνάει τόνα πλοῖο τ’ ἄλλο,

λέει ἡ ρετσίνα τόν καημό τοῦ πληγωμένου πεύκου,

τόν χτύπο τοῦ ξυλοκόπου χρόνου στό κορμί μας

κι’ ἡ μυρωδιά ἑνός χταποδιοῦ στή θράκα

χορταίνει πεντακισχιλίους.

Ἄγγελος νάμουνα ψηλά νά βγῶ νά δῶ

ποτάμια νά κυλοῦν τά φῶτα

ὅλων τῶν έπιτάφιων τῆς Ἑλλάδας,

νά πάρω τόν ἀνασασμό ἀπ’ τ’ ἀνθοστόλισμά τους.

Mείναμε μεγαλοβδομαδιάτικα χωρίς ἕνα κερί στά χέρια,

ἀμετάλαβοι.

Tά κρίματά μας εἴπαμε στόν ἄνεμο

ποὔφυγε βιαστικός χωρίς νά δώσει τό συγχώριο.

Δέ νηστέψαμε τό λάδι,

δέ νηστέψαμε τό μῖσος, τήν ἀσέλγεια.

Tά σχέδια μας καί τά ὄνειρά μας κιονόκρανα

χάμω στό δρόμο καί τά νερά τοῦ μαρμάρου πού χάνονται

σάν τῆς Ἁγιᾶς-Σοφιᾶς.

Tώρα περνοῦνε μέ κεριά πού σβήνει ὁ βραδινός βοριάς,

μέ φιλαρμονικές βουβές,

τώρα κρατοῦν στόν ὦμο ἐπιτάφιους ἀστόλιστους

γιά νεκρούς θεούς πού δέν προσδοκοῦμε ν’ ἀναστηθοῦν

πού τούς μοιρολογοῦν

μέ τά μαλλιά χυμένα σάν χειμάρρους φθινοπωρινούς.

– Tί περιμένεις νἄβρεις στό λεμονοδάσος,

τὄδειρε τό χαλάζι κι’ εἶναι νά το κλαῖς.

Πόρος

ΓΙΑΝΝΗΣ Κ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ