Εξ’ αρχής να αναφερθεί πώς το άρθρο αναφέρει μια σκέψη και μια μεθοδολογία χωρίς να έχουν προηγηθεί αντίστοιχες σπουδές (πολιτικές επιστήμες). Αντιθέτως, αποτελεί από την πλευρά μου, μια αποτύπωση αντίληψης κάποιων πραγμάτων μετά από μια συνεχή ανάγνωση της παγκόσμιας κατάστασης σε θέματα ισορροπιών ισχύος μέσα από τον τομέα ασφαλείας καθώς και την ταυτοποίηση πολλαπλών σημείων τριβής γύρω απ’ αυτόν.
Σύμφωνα με την σκέψη αυτή, φαίνεται πώς η χώρα μας, για πολύ μεγάλο διάστημα, έχει ‘βρεθεί στο μάτι κυκλώνα συγκρούσεων χωρίς όμως να ευθύνεται για αυτές. Το κοινό σημείο όμως που καθόριζε και την εξέλιξη των συγκρούσεων υπέρ των Ελληνικών συμφερόντων ήταν πάντα ένα, ακόμη και αν η παρουσία της χώρας μας δεν ήταν ενεργής φύσεως: η Ελληνική εθνική ταυτότητα σε επίπεδο πολιτισμού.
Ο Ελληνικός πολιτισμός, ως ένα παγκόσμιο στοιχείο αναγνωρισιμότητας, έχει πολλάκις παρουσιαστεί ως η μήτρα που δημιούργησε τις επιστήμες κάθε μορφής και έδωσε βάσεις για το Δυτικό Διαφωτισμό. Είναι κάτι που αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού αλλά και προσπάθειας μιμητισμού σε όλο τον πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο πώς μπορεί κάποιος να διαβάσει κλασσικούς φιλόσοφους σε όλες τις γλώσσες και σε κάθε πανεπιστήμιο, ανά τον κόσμο.
Είναι επίσης άξιο αναφοράς πώς πτυχές του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδος έχουν επηρεάσει την πολιτική φύση πολλών χωρών διαχρονικά, αφού τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, τα έργα του Πλάτωνα και του Σωκράτη, οι διδαχές του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, αποτελούν αντικείμενο μελέτης προς εξέλιξη της πολιτικής σκέψης παγκοσμίως.
Η διακυβέρνηση και η εικόνα από πόλεις κράτη όπως η Θήβα, η Αθήνα, το Άργος, η Σπάρτη, η Αίγινα, η Κνωσσός και άλλες, έγιναν ένα πολιτισμικό παράδειγμα το οποίο εμπλουτίστηκε κατόπιν με την Ελληνική Αυτοκρατορία (μακεδονική αυτοκρατορία ή ελληνιστική αυτοκρατορία) του Φίλιππου και του Αλεξάνδρου.
Ένα πολιτικό και πολιτισμικό μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε μετέπειτα από όλους, σχεδόν, τους κυβερνήτες κρατών στον πλανήτη ανά την ιστορία. Ακόμα και από δικτάτορες, αφού εξυπηρετούσε τον σκοπό τους, με κάποιες παραφράσεις των παραπάνω για να ενισχύσουν, προφανώς, την εξουσία τους.
Αντίστοιχα, στην χώρα μας η παραπάνω πολιτισμική ταυτότητα μετουσιώθηκε σε γνώση που ναι μεν μεταλαμπαδεύτηκε , αλλά δεν εφαρμόστηκε. Το χειρότερο, δε, είναι πώς περιορίστηκε αυτή η γνώση μόνο σε κάποιες έννοιες όπως είναι οι επιστήμες, χωρίς να εξελίχθει πλήρως και σε άλλους τομείς. Μια έλλειψη εξέλιξης που δυστυχώς δεν λειτούργησε ούτε καν ως ένα ενισχυτικό εμφύτευμα προς όφελος της εθνικής ταυτότητας μας. Ακόμα και αν αυτός ο Ελληνικός πολιτισμός για πολλές χιλιετίες έγινε ρίζα και ενισχυτικό κάθε άλλης εξέλιξης στον πλανήτη.
Το δεύτερο σημείο αναφοράς, το οποίο και χρήζει εστίασης, είναι πώς το έθνος των Ελλήνων έχει διάρκεια ζωής 5000 ετών. Αυτό επαληθεύει τη δυναμική του αφού παρ’όλες τις όποιες προσαρμογές και αλλαγές γεωγραφικές, ιστορικές και ανθρωπολογικές υπέστη, η έννοια του Ελληνικού εθνικού φύλου έμεινε ίδια, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την αμεσότητα της συγγένειας που έχει η σημερινή Ελλάδα με την αρχαία ρίζα της.
Η θέση της Ελλάδος πολιτισμικά
Στις αναφορές πάρα πολλών πολιτικών προσώπων αλλά και ανθρώπων με ειδικές γνώσεις, η Ελλάδα πάντα έμενε στο «κενό» (σ.σ. δίχως να έχει λάβει κατάταξη) απέναντι σε μια παγκόσμια ομαδοποίηση κρατών εθνών που έφεραν στοιχεία όμοιας κουλτούρας και πολιτισμών. Υπάρχουν, ενδεικτικά, αναφορές από πολλούς ξένους πολιτικούς, διπλωμάτες και ειδικούς διεθνών σχέσεων που αναφέρουν τη χώρα μας ως “έθνος κράτος παράδοξο”. Ένα κράτος που φέρει Δυτική Κουλτούρα, με Χριστιανικό Ορθόδοξο χαρακτήρα και φιλική Ανατολική εικόνα. Ένα κράτος που συσπειρωμένο γύρω από τον εθνικό χαρακτήρα του, ως γενετήσια πηγή, κατάφερε και ενσωμάτωσε άλλα στοιχεία αλλά δεν αλλοιώθηκε από αυτά, διατηρώντας μια συνοχή με ομογενή πυρήνα σε όλους τους τομείς.
Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές από αξιωματούχους Δυτικών θεσμών οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα ως ιδιότυπο κράτος (σ.σ. κυριολεκτική φράση “απρόβλεπτο και περίεργο” ) όσον αφορά τη συμπεριφορά των μηχανισμών και των πολιτών του. Ούτε είναι τυχαίες οι αναφορές από αξιωματούχους Ανατολικών κύκλων προς την Ελλάδα, ως κράτος φιλικό προς αυτούς, καθώς διατηρεί μια ταυτότητα που δεν είναι εχθρική προς την δική τους παρουσία και κουλτούρα. Η Κίνα είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα, αφού έχει πλέον προσεγγίσει έντονα την χώρα μας, ενώ και οι Αραβόφωνες χώρες δείχνουν μια τάση προσέγγισης πιο εύκολα πολιτισμικά με την Ελλάδα παρά με την υπόλοιπη Δύση.
Σε όλα τα παραπάνω θα προσθέσω τον διάσημο χάρτη του Huntington του 1990 (Σύγκρουση Πολιτισμών), που απεικονίζει την Ελλάδα ως μέρος του συνόλου με χαρακτηριστικά Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Αν και θα πρέπει να σημειωθεί πως ο χάρτης δείχνει λάθος, αφού η Ελλάδα θα μετείχε της κοινωνίας των ΡωσοΣλαβικών φύλων σε κάθε πτυχή τους, αν η ένταξη της ήταν πλήρης στο συγκεκριμένο σύνολο. Κάτι που δεν συμβαίνει προφανώς, αφού η Ελλάδα έχει πλέον γίνει μέρος και της Δυτικής Ευρώπης μέσα από διάφορους θεσμούς και όργανα. Είναι μια σημαντική διαφορά, μόνο που μπορεί να γίνει αντιληπτή από κάποιον που ζει στη χώρα μας και έχει εντρυφήσει στην Ελληνική αντίληψη.
Το ενδιαφέρον επίσης στον παγκόσμιο άτλαντα , σαν επισήμανση, είναι η γεωγραφική θέση της χώρα μας. Ακριβώς στα σύνορα που δείχνουν το μεταίχμιο τεσσάρων πολιτισμικών δυνάμεων. Της Δύσης (Καθολικοί και Διάφορα εθνικά φύλα), των Ορθοδόξων (Ρώσοι Σλάβοι), του Ισλαμικού (Αραβόφωνου) πολιτισμού καθώς και των ανερχόμενων χωρών της Αφρικής (διάφορα φύλα και Ισλάμ κατά κύριο λόγο).
Η Ελλάδα, βάση των παραπάνω, φαίνεται να βρίσκεται πολιτισμικά και γεωγραφικά στον χάρτη σαν μια πύλη ένωσης ανάμεσα στις προαναφερθέντες πολιτισμικές δυνάμεις, φέροντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα που δεν έχει κανένα άλλο έθνος κράτος ή πολιτισμός, την δικαιωματική συνέχεια της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας που γέννησε και βελτίωσε τον ανθρώπινο πολιτισμό. Μια παιδεία (σ.σ. με την ευρύτερη έννοια της λέξης) που έγινε το θεμέλιο εξέλιξης τόσο σε επίπεδο κρατικών μηχανισμών κάθε χώρας, όσο και σε επίπεδο κουλτούρας τους.
The Push Factor ( Ο απωθητικός παράγοντας) στην διεθνή σκέψη
Είναι πάρα πολλοί οι πολιτικοί και διπλωμάτες, που ακόμα και σήμερα σκέφτονται με τον τρόπο που θα μπορούσε να αποκαλεστεί ως «πολιτική απαγωγή». Μια πολιτική μέθοδος που αφαιρεί με βίαιο/ριζικό τρόπο ό,τι διαφέρει στη ζητούμενη εικόνα και ό,τι μένει είναι αυτό που καθορίζει την ουσία της πολιτικής μεθοδολογίας που θα ακολουθήσουν για να επιτύχουν τον στόχο τους, που είναι συνήθως και εξαιρετικά βραχυπρόθεσμος.
Με αυτό ως σκεπτικό προσδιορίζεται το σύνολο διαφορών στην κάθε οντότητα που θα εναντιωθεί στην εκπλήρωση των στόχων τους, και βάση του τρόπου αφαίρεσης τους, προκύπτει μια στρατηγική. Μια αφαιρετική και βίαιη στρατηγική που οδηγεί στη δημιουργία μιας σειράς τακτικών, εξίσου βίαιων, για να επιτευχθεί ο όποιος στόχος. Στη συνέχεια, οι διαφορές αυτές γίνονται και ένα συμπληρωματικό «είδος όπλου» που προκαλεί μια πόλωση των πολιτών, για την στήριξη ενσωμάτωσης της χώρας σε ένα από τα προαναφερθέντα σύνολα στην αρχή του άρθρου.
Παράδειγμα εδώ μπορεί να είναι η επιλογή σε απόλυτο βαθμό από τις κυβερνήσεις μας η Ελλάδα να κινείται αποκλειστικά προς ενσωμάτωση με τη Δύση διότι εκεί ταιριάζει η καθημερινή κουλτούρα μας. Αντίστοιχα, έχουν γίνει επιλογές ιστορικά για την Ελλάδα, προς το «Ξανθό Γένος» των Σλαβόφωνων, με γνώμονα το συνδετικό στοιχείο της θρησκείας να θεωρείται ως βασική συνθήκη για κάτι τέτοιο. Η συνέπεια των παραπάνω επιλογών, κάθε φορά, ήταν να γίνεται απευθείας απομόνωση και αποκλεισμός της άλλης πλευράς , όποια και αν είναι αυτή, διότι θεωρείται ως εχθρικό και ανομοιογενές στοιχείο χωρίς ουδεμία συγγένεια με τη χώρα.
Αντίστοιχο παράδειγμα για την Ελληνική πολιτισμική ταυτότητα είναι η έντονη πόλωση προς το Ισλάμ που είναι ένα θρησκευτικό δόγμα πολιτικής ταυτότητας. Το Ισλάμ αντικειμενικά δεν έχει καμία ομοιότητα με την δική μας ταυτότητα. Μια εικόνα που οδηγεί ως απόλυτο δεδομένο πώς η «καθαρή αλήθεια» είναι η Δυτική οπτική των πραγμάτων, όπου σε συνδυασμό με την ¨”δική μας” Χριστιανική Ορθοδοξία, σηκώνει ανάχωμα απέναντι στο Ισλάμ σε απόλυτο βαθμό και με μεγάλο βαθμό πόλωσης των πολιτών.
Το πρόβλημα τώρα με αυτό τον τρόπο σκέψης είναι πώς η Ελλάδα κάθε φορά καλείται να προσπαθεί να προσκοληθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά, δημιουργώντας μια εικόνα «καρυδότσουφλου» αφού εστιάζει σε ό,τι προσφέρει η μία ή η άλλη πλευρά για να κινηθεί αντίστοιχα προς ενσωμάτωση μαζί τους. Μια στρατηγική που δεν έχει κανένα όφελος, καθώς σε βάθος χρόνου θα δημιουργήσει μόνο εχθρούς, αφού η θέση θα αλλάζει συνεχώς, κάθε φορά που οι χρονικές συγκυρίες θα φέρνουν νέα δεδομένα με την Ελλάδα να “προσπαθεί για νέα ενσωμάτωση”. Ένα χρήσιμο παράδειγμα είναι η ανά καιρούς προσπάθεια της χώρας μας να γίνει ηγέτιδα των Βαλκανίων, να γίνει μέρος του ΡωσοΣλαβικού άξονα, να μετέχει ως μέρος του Δυτικού συνόλου και ταυτόχρονα την ίδια στιγμή να γίνεται αντίπαλος με τα “απέναντι σύνολα”. Είναι καταγεγραμμένη η προσπάθεια να προσεγγίσει τον Ρωσικό άξονα το 2008, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε αντίθετη θέση με την Δύση. Μια κόντρα που σήμερα έχει φέρει δυσπιστία τόσο από τον Δυτικό πολιτισμό όσο και από την ΡωσοΣλαβική αντίληψη.
The Pull Factor ( ο ελκυστικός παράγοντας) στη διεθνή σκέψη
Ο ελκυστικός παράγοντας είναι ένα χαρακτηριστικό μιας εξαιρετικά δύσκολης στρατηγικής. Ένα κλασσικό παράδειγμα τέτοιας εφαρμογής στρατηγικής ήταν τα διπλωματικά επιτεύγματα του Αυστριακού Μέτερνιχ. Ο διπλωμάτης της Αυστρίας είχε καταφέρει μόνος του να προσεγγίσει και να διαμορφώσει τέτοιες ισορροπίες μεταξύ των δυνάμεων της εποχής του, που ουδείς μπόρεσε να επαναλάβει μέχρι και σήμερα. Κατάφερε να φέρει σε τραπέζι συνομιλιών το Δυτικό πολιτισμό, που είχε εκπροσώπους των Βαυαρών και των Αγγλο-Σαξόνων με τους εκπροσώπους των ΡωσοΣλαβικών φύλων και των εκπροσώπων του Ισλάμ (Οθωμανική Αυτοκρατορία). Ένα επίτευμα που είχε ως στρατηγική να δημιουργήσει ως κεντρικό άξονα σύνδεσης και εξελίξεων, την Αυστρία. Η γνώμη του Μέτερνιχ καθώς και η προσέγγιση του σε ζητήματα του κόσμου τότε, διαιώνισαν μια εξωτερική πολιτική σκηνή, στον τότε χάρτη, για πολλές δεκαετίες. Μια πολιτική σκηνή που φυσικά κατέρρευσε μετά τον θάνατο του. Η κατάρευση του σχεδίου του οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν αποτέλεσμα μια προσωποπαγής στρατηγική που δεν στηρίχθηκε σε κοινά σημεία επαφής που ενδεχομένως να είχαν οι συνομιλητές, αλλά κυρίως στη δική του ικανότητα να ισορροπεί εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις. Μια σημαντική αιτία που μας πάει παρακάτω.
Ελλάδα ως pull factor
Η κοινή βάση επαφής η οποία προσωποποιείται στην περίπτωση της Ελλάδας και μπορεί κάποιο άλλο έθνος να θεωρήσει πώς έχει κάποια ταύτιση, υπάρχει. Είναι, όπως ειπώθηκε αρχικά, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του πολιτισμού της, η κοινή αρχή των επιστημών κάθε μορφής, η κοινή αρχή πολιτευμάτων, όπως και η ιδιαίτερη γεωγραφική θέση της.
Ένα έθνος που κατάφερε να διαιωνίσει την παρουσία του για 5000 χρόνια χωρίς να εξαϋλωθεί αλλά συνεχίζει να αποτυπώνεται στον παγκόσμιο χάρτη και, μάλιστα, να φέρει μοναδική διακριτή ταυτότητα, έχει σίγουρα κάτι εξαιρετικό. Ειδικά, αν σκεφτούμε πώς η γεωγραφική του θέση δεν είναι και η φιλικότερη σε σχέση με διενέξεις και συγκρούσεις. Αυτό το έθνος, είτε με την αναφορά στο όνομα Ελλάδα (σε όλες τις γλώσσες), είτε με μια αναφορά στην ταυτότητα του, προκαλεί ίδιες μνήμες και σκέψεις σε κάθε κράτος στον κόσμο, αφού αποτελεί, όπως ειπώθηκε, κάτι θεμελιώδες για τον ανθρώπινο πολιτισμό σε κάθε επίπεδο.
Γιατί λοιπόν δεν έγινε ποτέ η Ελλάδα ένας κεντρικός διπλωματικός άξονας διαχείρισης και σημείο αναφοράς για προσέγγιση στην ιστορία των εθνών, αφού τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται; Οι λόγοι σίγουρα είναι πολλοί. Ήταν οι χρονικές συγκυρίες, η αδυναμία προβολής της πολιτισμικής ισχύος, ακόμα και η ανικανότητα ή μικροσκοπιμότητα ηγετών με περιορισμό στην ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Αυτό δεν αναιρεί όμως πώς η Ελλάδα θα μπορούσε ακόμα και τώρα να γίνει ο ελκυστικός παράγοντας και να αποτελεί το καλύτερο σημείο αναφοράς προς επίλυση διαφορών.
Η χρήση της κοινής βάσης (όπως ήδη περιγράφηκε) μπορεί να γίνει σημείο επικοινωνίας των παραπάνω πολυπολιτισμικών δυνάμεων όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα. Τα θεμέλια υπάρχουν.
- Η Κίνα είναι ήδη κοντά στην Ελλάδα.
- Η Ελλάδα είναι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
- Η Ελλάδα έχει καλές σχέσεις με Αραβικές χώρες.
- Η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα να μιλήσει με Ρωσία και Σλαβικά φύλα.
- Η Ελλάδα έχει αρκετά καλή σχέση με χώρες της Β.Αφρικής.
- Οι χρονικές συγκυρίες και κάποιες πράξεις της έχουν φέρει αποτέλεσμα στην ανάδειξη της ως εστία προσοχής λόγω κάποιων οικονομικών και, σήμερα, ιατρικών επιτευγμάτων.
- Η ομογένεια της βρίσκεται παντού σε όλο τον πλανήτη.
Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε και την Ελλάδα να βγει από τη δύσκολη θέση να γίνεται κάθε φορά ο κυμματοθραύστης συγκρούσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας (Πέρσες, Ρωμαίοι, Ούνοι, Γότθοι, Σλάβοι, Οθωμανοί, Ναζί, και ποιος ξέρει ποιοι και πόσοι ακόμα) αλλά πιθανόν να αποτελούσε και μια παρουσία που με την λάμψη του πολιτισμού της στα χέρια ικανών ηγετών να μεταμόρφωνε την περιοχή από πεδίο συγκρούσεων, σε λίκνο πολιτισμού για μια ακόμα φορά.
Γιατί όμως δεν γίνεται το βήμα αυτό;
Η απάντηση δεν είναι ευχάριστη. Έχει να κάνει καθαρά με τους πολίτες και τους πολιτικούς της χώρας. Είναι οι περισσότεροι εστιασμένοι σε ό,τι μπορεί να μας χωρίζει με τους υπόλοιπους στα σύνολα γύρω μας όπως περιγράφηκε παρά σε ό,τι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υπάρξει προσέγγιση. Πάντα είναι πιο εύκολο να εστιάσεις στο αρνητικό και να το μετατρέψεις ως επιχείρημα απώθησης παρά να βρεις το θετικό σημείο μέσα από κάποιες ομοιότητες και να δημιουργήσεις έλξη.
Απλό παράδειγμα στο παραπάνω και πώς αυτό κάθε φορά αποδυναμώνει την περίπτωση της Ελλάδος να παίξει καθοριστικό ρόλο. Εδώ και πολλά χρόνια η υποστήριξη της μοναδικής εθνικής Ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας έχει δαιμονοποιηθεί ως σημείο αναφοράς από αρκετούς με περιορισμένη αντίληψη, υποβαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την ισχύ του, ως μέσο ήπιας δύναμης προς χρήση στις διεθνείς σχέσεις. Όταν η Ελληνική πολιτισμική ταυτότητα εκλαμβάνεται ως σημείο εριστικής τοποθέτησης από στενόμυαλους πολίτες και πολιτικούς, προφανώς και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό μέσο προσέλκυσης για άλλους εκτός της χώρας, αφού δεν θα έχει καθολική υποστήριξη.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Τα παρακάτω είναι συνοπτικές προτάσεις. Προφανώς, αν και εφόσον επιλεγόντουσαν, θα ήθελαν μελέτη και ανάλυση από ανθρώπους με σοβαρές ικανότητες στα ζητήματα αυτά. Επιπρόσθετα, θα έπρεπε να συμβούν μέσα από μια εθνική στρατηγική στηριζόμενη σε στοιχεία εθνικής ταυτότητας και όχι μια στενόμυαλη μικροπολιτική οπτική περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Η στρατηγική σκέψη θα είχε τα παραπάνω Ελληνικά χαρακτηριστικά (παιδεία, πολιτισμός) ως μια κοινή βάση προσέγγισης με κάθε άλλη δύναμη στον πλανήτη.
Ειδικά, με δεδομένο πώς οι διπλωμάτες που υπάρχουν στο ειδικό προσωπικό της χώρας μας είναι ικανότατοι αν αφεθούν να κάνουν αυτό που πρέπει (παράδειγμα οι συμμαχίες στα ενεργειακά), τότε η Ελλάδα μπορεί να γίνει τέτοιος διπλωματικός κόμβος/άξονας που η ήπια ισχύς της θα καθορίζει το ποιος θα θέλει να συνεργαστεί μαζί μας, και όχι το αντίστροφο που ισχύει σήμερα. Με απλά λόγια λοιπόν δεν θα χρειαστεί η Ελλάδα ποτέ να λάβει θέση ως μέρος συνόλου κάποιων δυνάμεων. Θα παραμείνει μόνο ως συνδετικός κρίκος όλων των δυνάμεων και θα έχει αιώνιους συνεργάτες από όλες τις πλευρές. Ούτε αντίπαλους, ούτε όμοιους καθώς ως χώρα διαθέτει μία και μοναδική ταυτότητα.
Πώς όμως θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το θέμα αυτό θέλει ειδική μελέτη που προφανώς και δεν χωρά σε ένα άρθρο. Όμως θα τολμήσω να δώσω μερικά σημεία αναφοράς παρακάτω:
- Η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει την παιδεία της. Να δημιουργήσει δηλαδή εκπαιδευτικά ιδρύματα που θα ελκύουν παγκοσμίως ανθρώπους που θα εντρυφήσουν εκ νέου σε μια Ελληνική κλασσική παιδεία. Μια σειρά σπουδών που ούτως ή άλλως ως επιστήμονες είχαν σπουδάσει για να φτάσουν στον σκοπό που θέλουν.
- Να δημιουργηθεί μια σχολή σκέψης που ναι μεν θα βασίζεται στο Ελληνικό Κλασσικό σκεπτικό αλλά θα στηρίζει την εξωστρέφεια δημιουργώντας προγεφυρώματα (έστω και ισορροπώντας μεταξύ συγκρουόμενων συμφερόντων που απαιτούν οι μεν από τους δε) ως όμοια πλατφόρμα επικοινωνίας. Σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο έργο και θα έχει επίσης αποτυχίες. Αλλά υπάρχει μια εγγύηση για την χώρα μας που δεν έχουν τρίτες. Την ουδετερότητα που έχει παρουσιάσει διαχρονικά καθώς και το ιδανικό μέγεθος (δεν είναι ισχυρή να θέλει να κυριαρχήσει, δεν είναι τόσο αδύναμη ώστε να μην ληφθεί υπόψη).
- Να ζητήσει, αρχικά σε διμερή ή και τριμερή επίπεδα, συζητήσεις και συναντήσεις τόσο για μεγάλης σημασίας ζητήματα (ενέργεια π.χ. που ήδη έχει) μέχρι και πολύ μικρής σημασίας πράγματα ( π.χ. δημουργία σχολής ΕλληνοΑραβικών σπουδών).
- Να αναζητήσουμε συμμάχους και συνεργασίες μεταξύ χωρών που είναι στην ίδια βαθμίδα ισχύος με τη χώρα μας ή και πιο αδύναμες, μακριά από τα εγγύς σύνορα μας αλλά κοντά στα σύνορα με εκείνους που εμείς συνορεύουμε. Το έχουμε κάνει ήδη με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά υπάρχουν και άλλες χώρες (π.χ. Αρμενία ή/και Πολωνία, Εσθονία)
- Να αναπτυχθούν νοσοκομεία (ειδικά τώρα με την φήμη των Ελλήνων γιατρών μετά την πανδημία), σχολές και κανάλια επικοινωνίας στην Αφρικανική ήπειρο (πέρα από όσες χώρες έχουμε σχέσεις και βρέχονται από την Μεσόγειο) δίνοντας έτσι την εικόνα μιας χώρας που δεν εισβάλει, όπως κάνουν άλλες, αλλά βοηθάει. Και δίνει και τεχνογνωσία σε χώρες με προβλήματα που θα κρατήσουν με την σειρά τους, τον πληθυσμό τους εκεί.
Επίλογος
Γνωρίζω πώς όσα γράφονται δεν είναι ούτε εύκολα, ούτε πάντα εφικτά με άμεσο τρόπο. Παράλληλα είναι σίγουρο πώς μια τέτοια προσπάθεια από την Ελλάδα θα βρει πολέμιους, εντός και εκτός συνόρων, ενώ δεν θα είναι και λίγοι εκείνοι που θα το θεωρήσουν κάτι πολύ φιλόδοξο και από φόβο και μόνο θα προτιμήσουν να μείνει το status quo για την χώρα μας ως έχει.
Όμως στο δικό μου σκεπτικό είναι πώς με τις εξελίξεις στον πλανήτη να μετουσιώνονται όλο και πιο πολύ σε μια κατάσταση που η κάθε χώρα θα κληθεί να λάβει μια θέση για να προσδιορίσει αυτόματα ποιους θέλει εχθρούς και ποιους φίλους, η Ελλάδα παρουσιάζει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα που δεν έχει κάποιος άλλος. Την μοναδική πολιτισμική της ταυτότητα καθώς και την σημερινή εθνική της αναγνωρισιμότητα. Μπορεί η Ελλάδα αυτή την στιγμή να είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν θα χρειαστεί να διαλέξει πλευρά, διότι ουδείς θα την βλέπει ως μέρος ενός συνόλου. Θα την βλέπει μόνο ως μια οντότητα που μέσα από αυτή θα μπορεί να προσεγγίζει και να συνεργάζεται με όποια άλλη οντότητα. Με εφόδια όσα αναλύθηκαν ως κοινή πλατφόρμα επικοινωνίας και με την απλή σκέψη πώς η Ελλάδα ήταν και μπορεί να είναι και πάλι το κέντρο επικοινωνίας όλου του κόσμου.
Αλέξανδρος Νίκλαν,
Σύμβουλος Θεμάτων Ασφαλείας
Πηγή: geopolitics.iisca