Πολλές φορές προδόθηκε και πληγώθηκε και όμως η Ελληνική ψυχή της παραμένει αδούλωτη και αλύγιστη
Δυστυχισμένη και τόσο αδικημένη, μαρτυρική Βόρειος Ήπειρος… Πόσα βάσανα, κακουχίες, προδοσίες έχεις υποστεί και όμως στέκεις με αδούλωτο το φρόνημα και παλεύεις για την Ανάσταση σου, με το βλέμμα πάντα στη Μάνα Πατρίδα.
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εξακολουθεί και παραμένει ανοικτό. Η Βόρειος Ήπειρος ήταν και παραμένει γη Ελληνική που παρά τους αγώνες των παιδιών της, ποτέ δεν μπόρεσε να ντυθεί με την «γαλανόλευκη» σημαία και πάρα πολλές φορές προδόθηκε και πληγώθηκε από εχθρούς αλλά και «φίλους».
Με ένα παλαιότερο άρθρο του Μιχάλη Μαρδά κάνουμε ένα ιστορικό οδοιπορικό της Βορείου Ηπείρου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μία ιστορία που έχει περάσει από δόξες, από πολέμους και υπερηφάνεια για να φτάσει στις δύσκολες μέρες του σήμερα.
Η Βόρεια Ήπειρος στην αρχαιότητα και στην επανάσταση του 1821
Το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή το συναντάμε από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού με τους Χάονες να είναι η ισχυρότερη ελληνική φυλή. Σημαντικοί οικισμοί κατά την αρχαιότητα στην περιοχή υπήρξαν εκτός από το Βουθρωτό (απέναντι από την Κέρκυρα), ο Ογχησμός (σύγχρονοι Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιγόνεια (κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο), η Αντιπάτρεια (σύγχρονο Βεράτι), η Αμαντία, η Νίκαια, το Πήλιον, το Ωρικόν και μικρότεροι οικισμοί ήταν οι Κεμάρες (σύγχρονη Χειμάρρα) και το Θρόνιο.
Στην συνέχεια ο συσχετισμός των δυνάμεων άλλαξε και το 375 π.Χ. όλα τα ηπειρωτικά φύλα ενώθηκαν σε μία πολιτική οντότητα, κάτω από τη δυναστεία του Αιακίδη Αλκέτα (των Μολοσσών) και το 232 π.Χ. εγκαθιδρύεται στην Ήπειρο το αβασίλευτο Κοινό των Ηπειρωτών, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην περιοχή των 4ο αιώνα μ.Χ ενώ σημαντική συμβολή σε αυτό έπαιξαν μάρτυρες της χριστιανοσύνης που τιμούνται σήμερα από την εκκλησία μας όπως ο Άγιος Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνας), Άγιος Δονάτος (Επίσκοπος Φοινίκης), Διάκονος Ίσαυρος.
Πρώτος που ανέλαβε ν’ ανοίξει σ’ όλα τα χωριά τα πρωτόγονα σχολεία του Νάρθηκα, ήταν ο Επίσκοπος Χιμάρας και Δελβίνου Μανασής το 1682. Αργότερα ακολουθεί η λαμπρή περίοδος του Κοσμά του Αιτωλού (1765-1779). Με τη δραστηριότητά του άνοιξε 200 κοινά σχολεία και δέκα ανώτερες σχολές.
Αργότερα αρχίζει να ενδιαφέρεται και να φροντίζει συστηματικά για την ίδρυση και συντήρηση των σχολείων το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές. Ιδρύονται ειδικοί σύλλογοι και αδελφότητες για την επιχορήγηση σχολείων, διδασκάλων και μαθητών. Έτσι, στις αρχές του αιώνα μας τα ελληνικά σχολεία στη Βόρειο Ήπειρο έφθασαν τον αριθμό των 350.
Η Βόρεια Ήπειρος αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πολλές φορές εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης έγινε στόχος διάφορων λαών όπως των: Βησιγότθων (3ος αιώνας), Αβάρων (6ος αιώνας), Σλάβων (7ος αιώνας), Νορμανδών (11ος αιώνας), Σέρβων, Αλβανών και διάφορων ιταλικών δυναστειών (14ος αιώνας).
To 1345 η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία, παραδίδεται στους Σέρβους βάσει συμφωνίας με τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του παρείχαν στον βυζαντινό εμφύλιο.
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Βόρεια Ήπειρος είχε ενεργό ρόλο στην επανάσταση. Κάτοικοι της Χειμάρρας συμμετείχαν ενεργά και προσπάθησαν να αφυπνίσουν όλους τους Ηπειρώτες ώστε να συμμετάσχουν στον Αγώνα.
Η Βόρεια Ήπειρος στο πέρασμα των Βαλκανικών και των Παγκόσμιων Πολέμων
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων οι Αλβανοί κατευθείαν απευθυνόμενοι στις Μεγάλες Δυνάμεις δήλωσαν σύμμαχοί τους. Κίνηση που είχε αποτέλεσμα καθώς στις 29 Ιουλίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913), αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και με το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) της παραχωρείται η περιοχή της Βορείου Ηπείρου.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος αρχικά αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί η οποία ουσιαστικά άνηκε στην Ελλάδα και είχε τοποθετήσει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις.
Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις, με υπόμνημα που απέστειλαν στο ελληνικό κράτος στις 13 Φεβρουαρίου 1914, μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας απαιτούσαν την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αναγνωρίζονταν η ελληνική επικυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Επιπλέον, ζητούσαν από την Ελλάδα να μην ενθαρρύνει καμιά μορφή αντίδρασης στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τελικά έδωσε εντολή για να αποχωρήσουν από την περιοχή τα ελληνικά στρατεύματα.
Παρά την πολιτική απόφαση οι κάτοικοι δεν θέλησαν να συμμορφωθούν στις υποδείξεις των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 κατήγγειλαν την ελληνική κυβέρνηση ότι τους άφησαν απροστάτευτους, επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο.
Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Μετά την αποχώρηση όμως των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Αλβανών και των Βορειοηπειρωτικών δυνάμεων.
Μετά από πολύμηνες συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν διαδοχικά την Ερσέκα, την περιοχή της Κολώνιας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του.
Στις 17 Μαρτίου υπογράφτηκε Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώριζαν την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.
Ένα Πρωτόκολλο που ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό καθώς στην ουσία ποτέ δεν εφαρμόστηκε καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στην περιοχή, θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους.
Όταν αργότερα η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο (1917), ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, την Χειμάρρα, τη Ρίζα, το Λεσκοβίκι και την Μοσχόπολη. Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία.
Αναγνωρίστηκε μόνο ένα μικρό τμήμα ως επίσημη ελληνική μειονοτική ζώνη. Το αλβανικό κράτος έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής είτε έκλεισαν είτε μετατράπηκαν σε αλβανικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρχαν στην περιοχή 360 σχολεία, ο αριθμός τους μειώνονταν απότομα ώσπου το 1935 ουσιαστικά έφτασε στο μηδέν.
Το 1935 με επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών κάποια σχολεία επαναλειτούργησαν αλλά όλα ήταν εντός της μειονοτικής ζώνης.
Ακολούθησε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ελληνικός στρατός εισήλθε για τρίτη και τελευταία φορά στην Βόρεια Ήπειρο.
Μετά την παράδοση στους Γερμανούς, οι Ιταλοί επέστρεψαν στην περιοχή και έβγαλαν όλα τους τα απωθημένα πάνω στους ντόπιους που μαρτύρησαν τόσο από αυτούς όσο και από τους Γερμανούς. Υπολογίζεται ότι σε όλη αυτή την περίοδο πάνω από 250 χωριά της Βορείου Ηπείρου κάηκαν και 2.500 άμαχοι δολοφονήθηκαν από ένοπλες ομάδες Aλβανών ατάκτων και τις δυνάμεις του Άξονα.
Η Βόρεια Ήπειρος στα χρόνια του Χότζα
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εκλεκτός της Σοβιετικής Ένωσης Ενβέρ Χότζα ήταν αυτός που έκανε κουμάντο στην περιοχή και από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι ο ελληνισμός είναι ανεπιθύμητος.
Μερικά από τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν:
α) Στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν απλά μεταφράσεις της αλβανικής ιστορίας και πολιτισμού,
β) η μειονοτική ζώνη μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά,
γ) Βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν με τη βία σε άλλες περιοχές της Αλβανίας,
δ) άλλαξαν τα τοπωνύμια για να μην θυμίζουν την Ελλάδα,
ε) η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης,
στ) όλες οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και γενικά η εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία μετατράπηκε σε αποθήκες, εργοστάσια ή γυμναστήρια. Ο κλήρος φυλακίστηκε, η κατοχή θρησκευτικής εικόνας αποτελούσε αδίκημα για τον αλβανικό νόμο.
Τον Ιούνιο του 1960 ο Γεώργιος Παπανδρέου σε ομιλία του στη Βουλή επανέφερε το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου λέγοντας: «Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι΄ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος… Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο… η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος.
Αλλ’ εκτός της εθνικής διεκδικήσεως, υπάρχει και κάτι άλλο καθημεριvόν, επείγον θέμα: Η προστασία του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. Η προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του. Εις το σημείον αυτό, έχομεν χρέος να διεξαγάγωμεν συνεχώς αγώνας. Οι μάρτυρες αδελφοί μας, ζητούν από την Μητέρα πατρίδα μόνον συνεχή στοργικήν συμπαράστασιν. διότι ζουν, υπό το κράτος της αφορήτου τυραννίας. Και αυτήν την στοργήν, οφείλομεν να τους παράσχωμεν!».
Η Βόρεια Ήπειρος μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος
Οι σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας πέρασαν για ένα σύντομο διάστημα ιδιαίτερη κρίση μετά από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, το 1991. Το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά.
Η κρίση στις σχέσεις επιδεινώθηκαν στα τέλη Αυγούστου του 1994, όταν αλβανικό δικαστήριο καταδίκασε πέντε μέλη (και ένα έκτο μέλος αργότερα) του εθνικού ελληνικού πολιτικού κόμματος «Ομόνοια», με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους.
Η Ελλάδα αντέδρασε παγώνοντας όλη την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, κλείνοντας τα σύνορα της με την Αλβανία και, μεταξύ Αυγούστου-Νοεμβρίου 1994, απελαύνοντας πάνω από 115.000 παράνομους Αλβανούς μετανάστες.
Από τον Δεκέμβριο του 1994, η κρίση ξεπεράστηκε: η Ελλάδα άρχισε να επιτρέπει την περιορισμένη οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. στην Αλβανία, ενώ η Αλβανία απελευθέρωσε δύο από τους κατηγορουμένους της «Ομόνοιας» και μείωσε τις ποινές των υπόλοιπων τεσσάρων.
Τον Οκτώβριο του 2011, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απογραφή εθνοτήτων στην Αλβανία από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ως ικανοποίηση μακροχρόνιων απαιτήσεων των εκπροσώπων τοπικών παραγόντων στη Βόρεια Ήπειρο καθώς και διεθνών οργανισμών.
Παρόλα αυτά, εκπρόσωποι του εκεί Ελληνισμού ανέφεραν σειρά από παρατυπίες που σκοπό έχουν να εμφανίσουν το μέγεθος της ελληνικής μειονότητας κατά πολύ περιορισμένο από το πραγματικό.
Ιδιαίτερα, ύστερα από πρόταση του εθνικιστικού κόμματος PDIU τον Ιούνιο, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τροποποίηση όπου όποιος πολίτης δηλώσει διαφορετική εθνική ταυτότητα από αυτήν που αναγράφει το πιστοποιητικό γέννησής του, επιβαρύνεται με πρόστιμο 1.000 δολαρίων και σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής θα φυλακίζεται. Ως πιστοποιητικά γέννησης θα λαμβάνονται και αυτά επί του ολοκληρωτικού καθεστώτος Ενβέρ Χότζα, όπου Έλληνας δεν μπορούσε να δηλωθεί όποιος δεν κατοικούσε στα χωριά της μειονοτικής ζώνης
Η σημερινή κατάσταση
Η δολοφονία του Κατσίφα στους Βουλιαράτες έφερε στο προσκήνιο και τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου οι οποίοι με πολλούς και διάφορους τρόπους εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ομογένεια είναι:
1) Το δημογραφικό: το οποίο έχει δύο διαστάσεις: α) Η ερήμωση των χωριών με τη φυγή της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας να ζούνε και να εργάζονται εκτός της «ιδιαίτερης» τους πατρίδας και β) η σημαντική και μεθοδική αλλοίωση του πληθυσμού στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου με την κάθοδο αλλοεθνών και αλλόθρησκων από τη μέση και τον βορρά της Αλβανίας.
2) Το περιουσιακό: Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, δεν αποτελεί μόνο θύμα της διαφθοράς και ανομίας που κυριαρχεί στις αλβανικές κρατικές δομές, αλλά υπόκειται και στη σκοπιμότητα που θέλει να την απογυμνώσει περιουσιακά.
3) Το εκπαιδευτικό: Το αλβανικό κράτος επιτρέπει μεν τη διδασκαλία των μαθημάτων στη μητρική μας γλώσσα, αλλά μόνο στις αναγνωρισμένες μειονοτικές ζώνες όπου αυτό αναγνωρίζει. Στις εκτός αναγνωρισμένων μειονοτικών ζωνών (π.χ. σε μεγάλα αστικά κέντρα όπου υπάρχει ελληνική κοινότητα) τα ελληνόπουλα αναγκάζονται να πάνε σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.