Από το άρθρο του Θάνου Ντόκου, αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας στην εφημερίδα “Τα Νέα” της 4ης Ιουνίου 2020, φαίνεται ότι οι αντιλήψεις ορισμένων ειδικών που επικρατούν στην εξωτερική πολιτική, δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τις ψευδαισθήσεις για εξευμενισμό της Τουρκίας. Όμως ο λόγος που εκφέρεται από παράγοντες, όπως ένας εκ των Συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας, έχουν αντίκτυπο στην αξιοπιστία που εκπέμπει η χώρα, κυρίως προς το εξωτερικό.
Λόγω της θέσεως του αρθρογράφου, αντιλαμβανόμαστε ότι το άρθρο, απηχεί απόψεις κυβερνητικών κύκλων και κυρίως του υπουργείου Εξωτερικών. Επιπλέον το άρθρο διαπνέεται από το πνεύμα του ΕΛΙΑΜΕΠ, του οποίου ο αρθρογράφος ήταν διευθυντής μέχρι το 2019. Το ΕΛΙΑΜΕΠ επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της χώρας και έχει συμβάλει στην πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας, όντας η βασική δεξαμενή σκέψης που συμβουλεύει το υπουργείο Εξωτερικών.
Είναι πολύ θετικό ότι ο αρθρογράφος θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την ενδυνάμωση «στους τομείς της εθνικής άμυνας, αμυντικής βιομηχανίας, στρατηγικών επικοινωνιών, στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και με απαραίτητο συνδετικό ιστό την εθνική συνεννόηση». Όμως πέραν αυτής υπάρχει στο άρθρο και η δεύτερη προτεραιότητα, καθώς και άλλες ανησυχητικές αντιλήψεις. Αξίζει να σχολιάσουμε κάποιες από αυτές, πέραν των όσων γράψαμε για το βιβλίο Νταβούτογλου.
Η στρατηγική εκτιμάται ως τακτική
Αναφέρει το άρθρο «Οι συχνές ασκήσεις σχοινοβασίας του προέδρου Ερντογάν δεν παραπέμπουν σε ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο». Παρακάτω δε γράφει την εσφαλμένη εκτίμηση ότι «καθώς λόγω γεωγραφίας και διεκδικητικής πολιτικής, ο αντίπαλος έχει την πρωτοβουλία κινήσεων σε τακτικό επίπεδο, θα επιδιώξουμε την ανάληψη της πρωτοβουλίας σε στρατηγικό επίπεδο». Φαίνεται ότι κάποιοι ειδικοί δεν έχουν πεισθεί ότι η Τουρκία κινείται εδώ και χρόνια βάσει στρατηγικού σχεδίου, βασιζόμενου στα όσα γράφει στο βιβλίο του “Το στρατηγικό βάθος” ο τέως πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου.
Ούτε φαίνεται να πιστεύουν ότι το ακολουθεί πιστά, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων! Ούτε αντιλαμβάνονται ότι οι “σχοινοβασίες” Ερντογάν αποτελούν την τακτική για την επίτευξη του στρατηγικού αυτού σχεδίου, δηλαδή την επέκταση της Τουρκίας στις παλαιές οθωμανικές κατακτήσεις, μεταξύ των οποίων (και κυρίως) η Ελλάδα και η Κύπρος! Όμως τι «πρωτοβουλία σε στρατηγικό επίπεδο» θα αναλάβει η Ελλάδα, αν δεν έχει κάνει σωστή διάγνωση της κατάστασης; Έτσι όμως δίδονται και οι εσφαλμένες λύσεις, οι οποίες αφορούν στην εξωτερική πολιτική.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η ανωτέρω «ανάληψη της πρωτοβουλίας σε στρατηγικό επίπεδο», συνίσταται στο: «…να διαμορφώσουμε μια πολιτική κινήτρων και αντικινήτρων που θα φέρει την Τουρκία στο δίλλημα “ομαλοποίηση των σχέσεων με αμοιβαίο όφελος, υπό την προϋπόθεση εγκατάλειψης μαξιμαλιστικών προσεγγίσεων και πολιτικών καταναγκασμού” ή “συνέχιση της συγκρουσιακής πολιτικής με ορατό κόστος”, και σε αυτό περιλαμβάνονται οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με γειτονικά κράτη, καθώς και διπλωματικές εκστρατείες που ενοχλούν την Τουρκία…».
Ασθενή κίνητρα και «ορατό κόστος»
Επομένως πιστεύουν στο υπουργείο Εξωτερικών ότι οι «οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με γειτονικά κράτη», ή η απειλή για αυτό, αποτελούν «ορατό κόστος» που θα κάμψει την τουρκική επιθετικότητα. Εν τούτοις αυτό το “ορατό κόστος” υπάρχει και σήμερα και παρά ταύτα η Τουρκία επιταχύνει τις ενέργειές της. Μήπως με αυτή τη λογική δεν οριοθετούν ΑΟΖ με την Κύπρο, για να το χρησιμοποιήσουν σαν δέλεαρ καλοπιάσματος για τον εξευμενισμό της Τουρκίας;
Επιπλέον αν η Τουρκία προβεί σε «εγκατάλειψη μαξιμαλιστικών προσεγγίσεων», δηλαδή τις μειώσει, χωρίς να τις εγκαταλείψει, τι θα κάνει η Ελλάδα; Μήπως πρέπει να ανησυχούμε ότι υπάρχουν σκέψεις στο υπουργείο Εξωτερικών να της δώσουν κάτι; Μήπως την Κύπρο με μια νέα μορφή του Σχεδίου Ανάν, που τόσο στήριξε ο κύριος Ντόκος; Μήπως κάποια εθνικά μας δικαιώματα με μια “λύση” μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την προσφυγή στο οποίο προωθεί το ΕΛΙΑΜΕΠ; Διότι η Τουρκία, σε κάθε περίπτωση, αυτά ζητά!
Επί πλέον η Ελλάδα επί δεκαετίες δεν έχει κάνει ουσιαστικές «διπλωματικές εκστρατείες που ενοχλούν την Τουρκία», με εξαίρεση τις αντιδράσεις για τις γεωτρήσεις στην Κύπρο, το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την υβριδική επίθεση της γείτονος στον Έβρο. Επίσης η ΕΕ και η διεθνής κοινότητα είναι απρόθυμες να επιβάλουν κάποιο “ορατό κόστος” για τις έκνομες ενέργειές της στην Κύπρο, στη Συρία ή στην Λιβύη.
Επομένως είναι ανυπόστατη απειλή το “ορατό κόστος” για μια Τουρκία, η οποία συνεχώς παραβιάζει την διεθνή νομιμότητα, χωρίς ουσιαστικό κόστος, πράγμα που την αποθρασύνει. Όπως απεδείχθη μετά τις ανωτέρω παράνομες ενέργειες της γείτονος, η ελληνική πλευρά δεν έχει τις δυνατότητες να πείσει την ΕΕ για αυτό το “ορατό κόστος”. Δεν διακρίνουν λοιπόν οι ειδικοί της κυβέρνησης ότι, παρά την παράνομη δράση της, η Τουρκία, αντί να έχει κόστος, κέρδισε να καταστεί υπολογίσιμος συνομιλητής στην Συρία και στην Λιβύη;
Προσφέροντας αδύναμα δέλεαρ
Επίσης ο αρθρογράφος θεωρεί ότι για το ανωτέρω πλαίσιο «να διαμορφώσουμε μια πολιτική κινήτρων και αντικινήτρων» απαιτείται: « …συνδιαμόρφωση στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της μελλοντικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας με τρόπο που να κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα…». Για να δούμε σε ποιο βαθμό μπορεί να επιδράσει η “συνδιαμόρφωση” αυτή, πρέπει να εξετάσουμε τι ζητά η Τουρκία από την ΕΕ.
Όπως γνωρίζουμε ζητά κατάργηση της βίζας για την κίνηση των Τούρκων πολιτών, την διεύρυνση της τελωνειακής ένωσης, την χρηματοδότησή της με αρκετά δισ. ευρώ, κυρίως για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και τελικά την πλήρη της ένταξη στην ΕΕ. Ισχυρίζονται λοιπόν οι ειδικοί της κυβέρνησης ότι για κάποια, ή και για όλα αυτά, η Ελλάδα μπορεί να επιδράσει αποφασιστικά.
Εν τούτοις δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας στην ΕΕ, αν δεν σταματούσε η καταπίεση της ελληνικής-εθνικής μειονότητας. Θεωρούν ότι, ακόμα και αν η Ελλάδα επιδρούσε αποφασιστικά, θα συμφωνούσε η Τουρκία να αλλάξει τη στρατηγική της; Και αν το κάνει για πόσο χρόνο θα διαρκέσει αυτό; Δεν υπολογίζουν το ότι η Τουρκία πολλές φορές αθετεί τα συμπεφωνημένα και μάλιστα την επαύριο της συμφωνίας;
Τέλος ο αρθρογράφος θεωρεί ότι για το ίδιο ανωτέρω πλαίσιο απαιτείται: «…ανάληψη (σ.σ. από την Ελλάδα) ρυθμιστικού ρόλου στα σχήματα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, συνδέοντας τη σταδιακή άρση του αποκλεισμού της Τουρκίας με την αλλαγή συμπεριφοράς της». Από τα σχήματα συνεργασίας στη Ανατολική Μεσόγειο, το ένα είναι ο αγωγός East Med.
Επικίνδυνες ψευδαισθήσεις
Στον αγωγό East Med, τον οποίον η Τουρκία πολεμά, δεν έχει την ανάγκη της διαμεσολάβησης της ελληνικής πλευράς, αν ποτέ θελήσει να ενταχθεί. Όμως θα επιτρέψει η ελληνική πλευρά την είσοδο της Τουρκίας σε αυτόν, χωρίς την προηγούμενη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας; Από πού αναμένουμε να εξορύξει υδρογονάνθρακες η Τουρκία για να συμμετάσχει στον East Med;
Όσον αφορά στο άλλο σχήμα δηλαδή τις τριμερείς συνεργασίες της Ελλάδας, με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο και ατύπως με Γαλλία, αν η Τουρκία σταματήσει την επιθετικότητά της και αποδεχθεί τον East Med ο αποκλεισμός της θα αρθεί ως φυσική συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται τη διαμεσολάβηση κανενός. Πως λοιπόν θα την πιέσουμε για «αλλαγή συμπεριφοράς της»;
Συνοπτικά λοιπόν θεωρούμε ότι οι ανωτέρω προτάσεις είναι εκτός πραγματικότητας, βασίζονται σε ψευδαισθήσεις και δεν θα επηρεάσουν τη στρατηγική μιας σημαντικής περιφερειακής δύναμης, όπως η Τουρκία. Επίσης υπάρχουν επιπτώσεις στην αξιοπιστία που εκπέμπει η εικόνα μιας Ελλάδας, που φαίνεται ότι ψάχνει ρόλο διαμεσολαβητού για να εξευμενίσει την Τουρκία. Τέτοια συνεκτιμούν για να κρίνουν που θα πιέσουν για παραχωρήσεις.
Έτσι οφείλουμε να ερωτήσουμε: Είναι δυνατόν μέσα στις κρίσιμες μέρες που ζούμε να βαφτίζονται ως «πρωτοβουλία σε στρατηγικό επίπεδο» η παλινωδία στην μέχρι σήμερα πολιτική των ψευδαισθήσεων για εξευμενισμό της Τουρκίας με ανεδαφικά δέλεαρ;
Πόσο ικανοποιημένος είναι ο πρωθυπουργός από τέτοιες “στρατηγικές” και τέτοια εικόνα της χώρας;
Πουγκιάλης Χρήστος