Ελλάδα & Κύπρος θα πρέπει να αντιληφθούν τη σημασία των συντελεστών ισχύος…

Αρθρογραφία Εθνικά

Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Το κείμενο αυτό γράφεται σε μια περίοδο κατά την οποία παρατηρείται έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Ως εκ τούτου ελλοχεύει ο κίνδυνος ακόμα και θερμού επεισοδίου με αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο των ζητημάτων αυτών.

Η συμβατική τουρκική θεώρηση αντικρίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό ως ενιαίο σύνολο. Από τη δεκαετία του 1950 η Τουρκία δεν αποδεχόταν το δικαίωμα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση καθώς θεωρούσε ότι θα δημιουργούντο προβλήματα ασφαλείας στο μαλακό της υπογάστριο από τυχόν ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Τουρκία επίσης εδώ και χρόνια διακηρύττει ότι εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια θα θεωρηθεί αιτία πολέμου.

Στη σημερινή συγκυρία, ιδίως μετά την υπογραφή Συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με τη Λιβύη, η Τουρκία προχωρά ακόμη περισσότερο διεκδικώντας θαλάσσιους χώρους, τους οποίους η Ελλάδα θεωρεί ότι της ανήκουν. Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν και άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι αξιώνουν την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης.

Η Τουρκία επίσης δεν αναγνωρίζει το 75% της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου στο 25% που αναγνωρίζει η Άγκυρα θεωρεί ότι έχουν ισότιμο λόγο και οι Τουρκοκύπριοι. Παράλληλα, εκτός από την κατοχή και την παράνομη δημιουργία της «ΤΔΒΚ», ενός τουρκικού προτεκτοράτου, η Άγκυρα διεξάγει σήμερα ένα υβριδικό πόλεμο εναντίον της χώρας μας σε διάφορα επίπεδα. Εκτός από τον εποικισμό, τη συστηματική προσπάθεια διαγραφής των δεδομένων που μαρτυρούν την επί αιώνων ελληνική παρουσία στα κατεχόμενα εδάφη, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια ενθαρρύνει και στηρίζει την είσοδο χιλιάδων προσώπων από τρίτες χώρες στις ελεγχόμενες από το κράτος περιοχές.

Για χρόνια τώρα Αθήνα και Λευκωσία δεν αξιολογούσαν επαρκώς τις τουρκικές μεθοδεύσεις. Και εν πολλοίς θεωρούσαν ότι ο κατευνασμός της Τουρκίας θα διασφάλιζε την ειρήνη. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι μετά το δημοψήφισμα της 24 Απριλίου, 2004 υπήρξε στην Αθήνα μια τάση η οποία επιδίωκε την αποσύνδεση του Κυπριακού από τις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η προσέγγιση αυτή συνδεόταν και με την άνοδο του Ερντογάν και την προσδοκία για εκσυγχρονισμό της τουρκικής κοινωνίας και μιας φιλοευρωπαϊκής πορείας. Υπήρχε επίσης η ψευδαίσθηση ότι η πολιτική αυτή θα συνέβαλλε και στην ειρηνική επίλυση των προβλημάτων.

Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την όποια ευρωπαϊκή πορεία είχε η Τουρκία για να ελέγξει τον στρατό. Στην πορεία του χρόνου κατέστη προφανές ότι ο Ερντογάν τελικά έχει προωθήσει ένα υπόδειγμα Νέο-οθωμανισμού. Αυτό εμπεριέχει και μια αναθεωρητική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Εκ των πραγμάτων η Κύπρος και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η αποφυγή συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας και η διασφάλιση της ειρήνης απαιτούν μια ολοκληρωμένη στρατηγική η οποία θα πρέπει να ακολουθηθεί με προσήλωση.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος τα τεκταινόμενα σε σχέση με το Κυπριακό είναι καταθλιπτικά. Ενδεχομένως το χειρότερο είναι η επικρατούσα σύγχυση και οι λανθασμένες προσεγγίσεις. Το Κυπριακό είναι ένα σύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα το οποίο εν πολλοίς θεωρείται μη επιλύσιμο (intractable).

Παρά το γεγονός ότι το Κυπριακό εμπεριέχει πολλές διαστάσεις (μεταξύ άλλων, διακοινοτική, ελληνοτουρκική, ευρωπαϊκή και διεθνής), η διαδικασία επίλυσης έχει στηριχθεί στον διακοινοτικό διάλογο υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ. Η διακοινοτική πτυχή όμως δεν είναι η πιο ουσιαστική. Επιπρόσθετα, ενώ ο ρόλος του ΟΗΕ είναι σημαντικός δεν είναι καθοριστικός. Και όμως για χρόνια τώρα είχαν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες τόσο για τον ρόλο των διακοινοτικών συνομιλιών όσο και για τον ΟΗΕ.

Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η βασική φιλοσοφία ακόμα και Τουρκοκυπρίων ηγετών όπως ο Ακκιντζί και ο Ταλάτ στο Κυπριακό δεν διαφέρει δραστικά με τις αντίστοιχες θέσεις της Τουρκίας.

Για παράδειγμα, οι θέσεις τους για τη δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας με τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και την πολιτική ισότητα είναι εν πολλοίς ταυτόσημες με αυτές της Άγκυρας.

Οι αντιδράσεις για την πρόσφατη συμφωνία Κυπριακής Δημοκρατίας και Βρετανίας για τις Βάσεις είναι ενδεικτικές των προθέσεων αλλά και της ταύτισης απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και των κατοχικών αρχών.

Εν ολίγοις θέλουν να είναι αφέντες στον «Βορρά» και συνιδιοκτήτες στον «Νότο» επικαλούμενοι κατά το δοκούν τις Συμφωνίες του 1960.

Επιπρόσθετα, τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν την υπόθεση εργασίας ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα δρα αυτοβούλως ως στρατηγική μειονότητα για την εξυπηρέτηση των ηγεμονικών στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο. Είναι καθοριστικής σημασίας να αναδειχθούν οι τουρκικές αντιφάσεις και πραγματικές επιδιώξεις στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου αφηγήματος.

Ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να έχει μια ολοκληρωμένη πολιτική έναντι των Τουρκοκυπρίων ενθαρρύνοντας την προοπτική της συμβίωσης στην πορεία του χρόνου, θα πρέπει παράλληλα να συνεχίζει να ενισχύει και να αναβαθμίζει την κρατική της υπόσταση σε όλα τα επίπεδα.

Είναι επίσης σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού θα είναι στα πλαίσια της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εξ ορισμού αυτό συνεπάγεται ότι αφετηρία θα είναι το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου το οποίο θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Οποιεσδήποτε άλλες προσεγγίσεις οι οποίες περιστρέφονται γύρω από τη δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας από δύο συνιστώντα κράτη θα έχει καταστροφικές συνέπειες.

Πάνω απ’ όλα όμως η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα θα πρέπει να αντιληφθούν τη σημασία των συντελεστών ισχύος και να προχωρήσουν άμεσα με την αναβάθμισή τους. Μόνο έτσι θα είναι εφικτή η ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων και του Κυπριακού στα πλαίσια ενός έντιμου συμβιβασμού.

Αντίθετα, τυχόν διαιώνιση και διεύρυνση του ανισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ της Τουρκίας αφ’ ενός και Ελλάδας και Κύπρου αφ’ ετέρου θα έχει οδυνηρές συνέπειες.

Ανδρέας Θεοφάνους

Καθηγητής, Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.