Γυρίζαμε με το συνεργείο της ΕΡΤ ένα ντοκιμαντέρ για τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Σεφέρης από την Κύπρο, όταν ταξίδεψε στο νησί τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Στο αρχείο του σώθηκαν τρεις, περίπου, εκατοντάδες φωτογραφίες, πολύτιμες ψηφίδες της κυπριακής πραγματικότητας της τότε εποχής αλλά και πολύτιμες για την κατανόηση της ματιάς του Σεφέρη, πως κοίταξε τον κόσμο της Κύπρου. Σε πολλές φωτογραφίες του υπάρχουν παιδιά, πολλά παιδιά της Κύπρου, δεν ξέρω αν ήταν αυτό ένα είδος αναπλήρωσης της ατεκνίας του Σεφέρη συνδεδεμένη με τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας στη Μικρασία –στην Κύπρο «βρήκα έθιμα που μόνο από παιδί είχα γνωρίσει» έγραψε στο ημερολόγιό του το Νοέμβριο του 1953.
Σε μια φωτογραφία του από το ορεινό χωριό Άλωνα: τρία παιδάκια, δύο κορίτσια και ένα αγόρι, μπροστά από το σύνθημα στον τοίχο «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Οι Άγγλοι, προσπαθώντας να υπονομεύσουν τις ενωτικές διεκδικήσεις των Κυπρίων, τόνιζαν συνεχώς ότι η Ένωση με την Ελλάδα σήμαινε εγκατάλειψη της ευημερίας που πρόσφερε η βρετανική αυτοκρατορία και συνταύτιση με τη φτώχεια και την πείνα της Ελλάδας. Οι Κύπριοι πεισματάρηδες και άξιοι απαντούσαν: …και ας τρώγωμεν πέτρες.
Ο Ανδρέας Πάντζης, ο σκηνοθέτης της ταινίας, φιλέρευνος και επίμονος, έδρασε ως κινηματογραφικός ντετέκτιβ. Τριγύρισε όλη την Άλωνα με τη φωτογραφία αυτή ρωτώντας τους κατοίκους για τα παιδιά που απεικόνιζε. Έτσι ανακάλυψε τα τρία πρόσωπα της σεφερικής φωτογραφίας και τα έβαλε μπροστά στον ίδιο τοίχο για την καινούρια απεικόνιση. Η αντίστιξη ανάμεσα στις δυο εικόνες είναι πολύ έντονη και πικρή. Τα τρία παιδιά, που τράβηξε ο Σεφέρης το 1954, βρίσκονται τώρα, στη φωτογραφία του 2004, στην ίδια θέση και με την ίδια σειρά, όμως μεσήλικες, σχεδόν εξηντάρηδες. Στο πρόσωπό τους, στη νέα απεικόνιση, είναι αποτυπωμένος ο μισός ακριβώς αιώνας που μεσολαβούσε από τότε που τα φωτογράφησε ο Σεφέρης μα και πενήντα χρόνια κυπριακής ιστορίας από τα πιο ηρωικά και τα πιο τραγικά χρόνια.
Ξαναστήσαμε το ίδιο σκηνικό στο χωριό Πελέντρι. Ήταν μια φωτογραφία με δέκα παιδιά μπροστά από ένα δέντρο, δίπλα την εκκλησία του Σταυρού, πέντε κορίτσια και πέντε αγόρια, στη μέση τους η Μαρώ. Ο εμμανής Πάντζης τα βρήκε όλα εκτός από μια απώλεια, ένα παιδάκι της τότε φωτογραφίας είχε πεθάνει πρόσφατα. Πριν προχωρήσει στο νέο στήσιμο της προ πεντηκονταετίας φωτογραφίας, στην αυλή ενός διπλανού σπιτιού, οργανώθηκε το συνεργείο της ΕΡΤ για σύντομη συνέντευξη με τα κορίτσια της παλιάς φωτογραφίας, ώριμες τώρα κοντά στα εξήντα. Ρωτούσα εγώ κάτι σχετικό με τη φωτογράφηση τους, πως έγινε, αν θυμούνται τον Σεφέρη κ.λπ…
Δεν μου λες κυρία Νίκη, είπα στην πρώτη, δεν μου λες κυρία Ελλάδα, απευθύνθηκα στη δεύτερη και ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Ήξερα ότι στο νησί ο κυπριακός αλυτρωτισμός έδινε τακτικά το όνομα Ελλάδα στα κορίτσια του καθώς και άλλα συμβολικά ονόματα όπως Κρήτη, Θράκη, Θεσσαλία. Μάλιστα στην Έκτη Γυμνασίου, ώρες της εφηβείας όταν Ελλάδα σήμαινε Ιδέα και Ιστορία, είδαμε πρόσκληση γάμου στην εφημερίδα με την υποψήφια νύμφη να ονομάζεται Ελλάδα και η παρέα της τάξης αναλογιζόταν και ρωτούσαμε πονηρά για το αίτημα της ένωσης, για τις ώρες του πάθους, με τους αναστεναγμούς και τις κοφτές ανάσες, και πως πλεκόταν αυτό το όνομα.
Πάντως πρώτη φορά απευθυνόμουν σε κάποια, πρόσωπο με πρόσωπο, και να λέω: -«Δεν μου λες κυρία Ελλάδα». Ως Κύπριος και ως αλύτρωτος ένιωθα πάντα την ανάγκη να τα συζητήσω με την Ελλάδα, να τη βρω και να τα πούμε. Όλες η μεγάλες ιδέες έπαιρναν πάντα γυναικείες μορφές, «Η Ελευθερία οδηγεί το λαό», «Η Δόξα στην ολόμαυρη ράχη των Ψαρών», «Η Ελλάδα που αναγεννάται με τον Κοραή και τον Ρήγα βοηθούς», και οι Κύπριοι, όπως και οι άλλοι αλύτρωτοι, προσωποποιούσαν την Ελλάδα με τη μορφή της μάνας. Όμως εγώ ζητούσα μιαν άλλη Ελλάδα, σαν παλιά ηλικιωμένη δασκάλα την ήθελα, μητρική ναι αλλά και με λόγιες καταβολές, που θα τα συζητούσαμε όλα, θα τις έσερνα τόσα, για την απονιά και για τα λάθη της, για τα λόγια της τα ψεύτικα και μεγάλα, τι έγινε, και πως φτάσαμε ως εδώ.
Συνεχίσαμε τη συζήτηση μπροστά στην κάμερα.
-Πως σας έδωσαν το όνομα Ελλάδα;
-Έχει τρεις στο χωριό μας, μα τώρα με τις εγγονές μας προστέθηκαν άλλες εφτά και φτάσαμε τις δέκα.
-Εμείς αγαπούσαμε πάντα την Ελλάδα, μπήκε μαχητική στη συζήτηση η διπλανή της. Εγώ ρωτούσα τη μάνα μου γιατί δεν είχε χρυσαφικά δικά της όπως άλλες γυναίκες. Τα δώσαμε στον έρανο, μου απαντούσε, για την Ελλάδα, το 1940, μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος στην Αλβανία, μέχρι και το δακτυλίδι του γάμου της.
Ο Σεφέρης τράβηξε μερικές φωτογραφίες από το Πελέντρι, σε μια άλλη τα ίδια σχεδόν παιδιά μπροστά από την εκκλησία του Σταυρού στο Πελέντρι, στη μέση ο παπάς. Στο ημερολόγιο του, στις 25 Σεπτεμβρίου 1954, ο ποιητής έγραψε: «Από κάτω Αμίαντο στο Πελέντρι. Παιδάκια: Ένωση – Ένωση – Ένωση. Εκκλησιά του Σταυρού. Η Ανάληψη στο τέμπλο –Δωρητής Λουζινιάν.» Ήξερε ο Σεφέρης ότι ένα από αυτά τα παιδάκια που φωτογράφησε, και προηγουμένως τον υποδέχτηκε ζητωκραυγάζοντας για την Ένωση, λεγόταν Ελλάδα;
Το συνεργείο μάζευε σύρματα και συσκευές, μετά τις συνεντεύξεις θα μεταφερόμαστε στο χώρο της εκκλησίας. Πήγα κοντά τους και λίγο ταραγμένος ανέφερα τα συναισθήματά μου για την συνάντηση με τη γυναίκα αυτού του ορεινού χωριού που τη λένε Ελλάδα, ίσως προστάδιο για τη συνάντηση με την Ελλάδα που αναζητώ τόσο καιρό να τα συζητήσω μαζί της, έχω πολλά να της σύρω είπα έντονα στο συνεργείο. Ο νεαρός ηχολήπτης της ΕΡΤ, το εξέλαβε και ως ανταγωνιστικό για την κατάληξη της Κύπρου, η γνωστή διαμάχη Κυπρίων με Ελλαδίτες.
-Και γω ψάχνω να τη βρώ ρε φίλε για να της τα ψάλλω, ξέρεις πόσα χαστούκια φάγαμε εμείς απ’ αυτή;
Τότε έφτασε ελκυστικό ένα κορίτσι κοντά στα είκοσι, η εγγονή της Ελλάδας, μας την παρουσίασε γεμάτη περηφάνεια «είναι στο Πανεπιστήμιο, πάει για δασκάλα», μα εμείς σημειώναμε: τανύσφυρος και εϋπλόκαμος, καλλιπάρειος, φιλομειδής και καλλίπυγος. Σαγήνη βασανιστική.
Πως σε λένε;
-Ελλάδα.
Ο ηχολήπτης είχε διπλωθεί στα δυο από το θάμβος, κάθισε στο περιβάζι και κοιτούσε άφωνος.
Θεέ μου! όλα αυτά τα χρόνια της ατονίας και της παραίτησης να ήταν ένα διάλειμμα μόνο. Το παιγνίδι να ξεκινά πάλι.