Αληθινή ιστορία εξισλαμισμένων Ελλήνων της Κύπρου
Λινοπάμπακοι ή λινοβάμβακοι ήταν οι εξισλαμισμένοι Έλληνες ή Λατίνοι της Κύπρου. Τους ονόμαζαν έτσι οι χριστιανοί Έλληνες της Κύπρου, γιατί για μερικές γενιές ήταν σαν το λιναβάμβακο ύφασμα, που από πάνω ήταν λινό και από κάτω βαμβάκι. Έτσι και οι πρώτοι κρπυπτοχριστιανοί της Κύπρου, ήταν στα φανερά μουσουλμάνοι και στα κρυφά χριστιανοί, γι’ αυτό ο σοφός λαός τους ονόμασε λινοβάμβακους!!!
Μόλις που αποτέλειωσε ο Παπαθύμιος το Απόδειπνο και ξαλαφρωμένος απ’ τ’ αμαρτήματα της μέρας ετοιμαζόταν για ξάπλα, όταν άκουσε χτύπο στην πόρτα. Δειλά στην αρχή, δυνατότερα κατόπιν κι ύστερα μια φωνή.
—Γέροντα! γέροντα!
—Ποιος;
—Εγώ, γέροντα, ο Κοσμάς· η μάνα μου βρίσκεται στα στερνά της και σε ζητά. Ίσως να μην ξημερωθεί…
Δυνάμωσε αμέσως το φως της λάμπας ο Παπαθύμιος και άνοιξε την πόρτα.
—Πέρασε μέσα, Κοσμά, είπε στον άντρα που στεκόταν απ’ έξω.
Ένας άντρας ψηλός, ασουλούπωτος και αξύριστος, αδύνατος σαν ψάρι παστό, γύρω στα σαρανταπέντε του, ντυμένος τούρκικη άσπρη βράκα και σαλβάρι, δρασκέλισε το κατώφλι.
Αφαίρεσε απ’ το κεφάλι του το φέσι και το βαστούσε στο χέρι.
Ο παπάς του έδειξε μια καρέκλα.
—Κάτσε, Κοσμά, μια στιγμή. Πάω να ετοιμάσω την κοινωνία (…).
Στο ένα από τα στρώματα χαροπάλευε η γριά Βασίλω, η μάνα του Κοσμά, ένα χούφταλο. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στη σκελετωμένη της όψη. Η μιλιά της είχε πια σβήσει στον άνισο αγώνα με το θάνατο. Τα μάτια θαμπά, καντήλι που του σωνόταν το λάδι, κοίταγαν ικετευτικά, ανέλπιδα…
Ο Παπαθύμιος δεν έχασε καιρό, φόρεσε αμέσως το πετραχήλι, ακούμπησε την άκρη του στο κεφάλι της ετοιμοθάνατης κι απάγγειλε τη συγχωρητική ευχή. Άπλωσε κατόπιν το κάλυμμα κάτω από το πηγούνι της κι έκανε νεύμα στη Ναυσικά να σιμώσει. Πλησίασε κείνη, χάιδεψε με το δεξί χέρι το μάγουλο της γριάς και με το άλλο τη βοήθησε να ανοίξει το στόμα.
—Ο Αφέντης, θεία! Κοινώνησε, να συγχωρεθείς…
—Πεθαίνει Χριστιανή, ψιθύρισε ο Παπαθύμιος τακτοποιώντας τα ιερά του.
Τη Βασίλω την είχαν για την πιο αμαρτωλή του χωριού, γιατί αλλαξοπίστησε. Στα τριάντα της χρόνια τα έφτιαξε με το γείτονά της το Χαλήλ και το σκάσαν μαζί ένα βράδυ. Τούρκεψε μετά, ονομάστηκε Ζεχρά και κατοίκησε μαζί του (…).
Το χωριό ήταν ανάμιχτο από Τούρκους και Ρωμιούς, πιο πολλοί οι πρώτοι. Ψηλότερος ο μιναρές απ’ το καμπαναριό τ’ Άη-Γιάννη έκανε του Κορανίου τους πιστούς να κοκορεύονται (…).
Οι οπαδοί των δυο θρησκειών μέναν σε ξεχωριστούς μαχαλάδες. Δρόμος κοινός χώριζε τα εσωτερικά τους σύνορα, σε μια ουδέτερη ζώνη ανάμεσα Παραδείσου και Κόλασης. Τον Παράδεισο κατοικούσαν οι Χριστιανοί, την Κόλαση οι αβάφτιστοι Τούρκοι (…).
Στο μεταίχμιο αυτό, κολλητά στο δρόμο κατάφατσα ήταν τα φτωχόσπιτα του Χαλήλ και της Βασίλως. Μπεκιάρης εκείνος κατάμονος, με μόνη συντροφιά το γαϊδουράκι του. Ορφανή εκείνη από μητέρα απ’ τα δώδεκά της χρόνια ζούσε με τον πατέρα της τον κυρ-Μαθιό και τον αδερφό της το Χάρη, δυο χρόνια πιο μεγάλο της. Πώς ξεκίνησε το ειδύλλιο ανάμεσα Χαλήλ και Βασίλως κανείς ποτέ δεν το ‘μαθε. Και δεν το χωρούσε ο νους των Χριστιανών πώς το ‘κανε η καρδιά της να εγκαταλείψει τη δική τους ζώνη, τον Παράδεισο, να περάσει στο τούρκικο!…
Καμάρι το ‘χαν οι Τούρκοι που πήραν με το μέρος τους μια γκιαούρισσα. Ντροπής οι Χριστιανοί που χάσαν μια ψυχή. Πήγαιναν να σκάσουν απ’ τη φούρια τους κύρης κι αδερφός (…).
Κύλησαν χρόνια (…).
Αυλάκωσαν τη Ζεχρά τα γερατειά, απομύζησαν κάθε σημάδι ομορφιάς από τη μορφή της και περίμενε τον Κύριο να την πάρει. Θύμιζε κάθε τόσο τον Κοσμά, να μην ξεχάσει την κοινωνία της τη στερνή ώρα. Κι εκείνος παράγγειλε στην ξαδέρφισσα τη Ναυσικά να ‘χει το νου της, μη μπας και η μάνα του στην απουσία του πάει αμετάλαβη.
Ήταν σούρουπο, ώρα π’ ανάβανε τις λάμπες οι κυράδες, σαν γύρισε ο Κοσμάς, καβάλα στο γαϊδουράκι του, από κοπροκουβάλημα στα χωράφια. Στην πόρτα τον περίμενε η Ναυσικά, που του ψιθύρισε γρήγορα.
—Η μάνα σου βρίσκεται στα στερνά της. Άμε να φωνάξεις τον παπά για κοινωνία (…).
Στις εννιά η ώρα τέσσερις γεροδεμένοι Ρωμιοί κουβαλούσαν στον ώμο το κοινό νεκροκρεβάτι του χωριού προς το σπίτι του Κοσμά, για να σηκώσουν τη νεκρή. Θα τη μετάφερναν πρώτα στην εκκλησιά, να της διαβάσουν τη νεκρώσιμο κι απέ ίσια στο κοιμητήρι.
Μα τη στιγμή ακριβώς που πήγαιναν να περάσουν στο τούρκικο, ξεπρόβαλαν απ’ αντίκρυ κι οι Τούρκοι με το φορείο τους. Είδαν τους Χριστιανούς να πατούν τα δικά τους τα ράφια και ρώτησαν άγρια.
—Τι θέλετε απ’ εδώ;
—Να σηκώσουμε τη νεκρή, πήρε ένας το λόγο.
—Τη Ζεχρά;
—Τη Βασίλω!
Ακούμπησαν μεμιάς χάμου το φορείο οι Τουρκαλάδες και τραβήχτηκαν πίσω ν’ αρματωθούν με πέτρες. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι.
Ευτύχημα βρέθηκαν περιοδεία στο χωριό δυο όργανα της εξουσίας, όμπασιης και ζαπτιές. Τούρκος ο πρώτος, ο δεύτερος Ρωμιός. Γροίκησαν το σαματά, κει που ‘πιναν στου Τούρκου του μουχτάρη, και βρέθηκαν στο λεπτό επιτόπου. Χώρισαν τις δυο παρατάξεις κι έστειλαν να φωνάξουν τους δυο μουχτάρηδες, Τούρκο και Χριστιανό, τον παπά και τον ιμάμη. Σαν έφτασαν κι αυτοί, τα τρία ζευγάρια που αντιπροσώπευαν αστυνομία, κοινότητα και θρησκεία, μπήκαν στο δωμάτιο της νεκρής. Βρίσκονταν εκεί ο Οσμάν και η ξαδέρφισσά του η Ναυσικά, που είχε σαβανώσει το λείψανο. Ήταν κι οι δυο τους κερωμένοι απ’ το φόβο, δε βγάζαν άχνα απ’ το στόμα τους…
Οι χωριάτες στο μεταξύ δε διαλύθηκαν. Αποσύρθηκαν ως πενήντα μέτρα μακριά από το κοινό τους σύνορο και περίμεναν ανυπόμονα την έκβαση της συνεδρίας των αντιπροσώπων. Μπορεί η παρουσία τους να ‘ταν ξανά αναγκαία γι’ αναμέτρηση.
Ο όμπασιης στο σπίτι μέσα ζήτησε από τους αντιπροσώπους των δυο κοινοτήτων, πολιτικούς και θρησκευτικούς, να βρουν μια κοινή λύση, να καταλαγιάσει η έξαψη.
Μίλησε πρώτος ο παπάς.
—Η μακαρίτισσα με ζήτησε απόψε στα στερνά της και την κοινώνησα. Πέθανε Χριστιανή. Να ο γιος της, ρωτάτε τον!
Οι ματιές ολονών καρφώθηκαν στον Οσμάν. Μα δε μιλούσε.
—Αλήθεια όσα είπε ο γέροντας; τον ρώτησε ο όμπασιης.
Ο Οσμάν βεβαίωσε με το κεφάλι. Χαμογέλασε τότε ο ιμάμης και πήρε το λόγο.
—Η νεκρή τούρκεψε με τη θέλησή της εδώ και σαράντα χρόνια και ονομάστηκε Ζεχρά. Είναι περασμένο στα κιτάπια μας. Είναι δική μας και σ’ εμάς πέφτει να τη θάψουμε. Εξόν αν άφησε διαθήκη επίσημη, που να αναφέρει τη θέλησή της, ως λέγει ο παπάς.
Όσο για τους μουχτάρηδες, ο καθένας συμφωνούσε με τον εκπρόσωπο της πίστης του. Δε μπορούσαν να πράξουν κι αλλιώς. Ξάφνου μι’ αχτίδα φώτισε τη σκέψη του αστυνομικού.
—Εδώ η μακαρίτισσα έχει ένα γιο. Ας τον ρωτήσουμε τι προτιμά κι αυτό να γίνει.
Συγκατάνευσαν όλοι αδιαμαρτύρητα στην εισήγησή του. Στράφηκε τότε στο γιο, που στεκόταν όλη την ώρα βαρύθυμος κι αμίλητος.
—Οσμάν! Στην υπόθεση αυτή εσύ είσαι ο νοικοκύρης μια και πρόκειται για τη μάνα σου. Ποιος θέλεις να την κηδέψει, ο παπάς ή ο ιμάμης;
Άνοιξε διστακτικά το στόμα του ο Οσμάν. Με δυσκολία άρθρωσε τις λέξεις, λες και ξερίζωνε απότιστα κρεμμύδια.
—Η μακαρίτισσα η νονά μου, η Εμινέ η μαμή, που ήταν κι αυτή Χριστιανή στα κρυφά και λεγόταν Ελένη, με δασκάλευε πως η ψυχή μας ανήκει στο Χριστό και το κορμί μας στο Μωχαμέτη… Και τώρα λέω, να διαβάσει ο παπάς εδώ στο σπίτι ό,τι κάνει για την ψυχή, και κατόπι ο ιμάμης με τους Τούρκους να θάψουν το λείψανο στο δικό τους κοιμητήρι…
Δυσφόρησε στο τελευταίο ο παπάς, μα δε μίλησε. Ήταν συμφωνημένο να δεχτούν τη γνώμη του γιου, όποια και να ‘ταν. Φόρεσε αμέσως πετραχήλι και διάβασε τρισάγιο της νεκρής. Το έβγαλε κατόπιν, το δίπλωσε, το έχωσε κάτω από το ράσο και βγήκε. Βημάτισε βαρύθυμα προς την ομάδα των Χριστιανών, που καρτερούσαν με αγωνία το αποτέλεσμα.
—Τι γίνηκε, δάσκαλε; Θα μας την πάρουν;
—Τι να γίνει, τέκνα μου; Η μακαρίτισσα ανήκε και στους δυο. Πήραμε εμείς την ψυχή, ας πάρουν οι Τούρκοι το κουφάρι…
Πηγή: Της Κερύνειας μας σταχυολογήματα