Στο φτωχό από αγαπημένα πρόσωπα πασχαλινό μας τραπέζι ήρθε ακάλεστη, από τα βάθη των αιώνων, μια μεγάλη αλήθεια. Χαμογελούσαν όλο νόημα τα ομηρικά της μάτια την ώρα που τα χείλη της ψιθύριζαν:
“Οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι
ἢ ὅτ᾽ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα,
δαιτυμόνες δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾽ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι·
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.”
Τους στίχους τους συναντάμε στη ραψωδία ι της Οδύσσειας. Ο πολύπαθος Οδυσσέας , στο τραπέζι του Αλκίνοου , βασιλιά των Φαιάκων δηλώνει πως το καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι όταν σε όλο τον λαό κυριαρχεί η ευφροσύνη και οι συνδαιτυμόνες μες στα σπίτια ακούνε τον αοιδό καθισμένοι στη σειρά, πλάι τα τραπέζια είναι γεμάτα ψωμί και κρέας ,ο οινοχόος βγάζει γλυκό κρασί απ’ τις κανάτες και γεμίζει τα ποτήρια ολωνών.
Οι στίχοι αυτοί θα ειπωθούν ξανά ως απάντηση του Ομήρου στην ερώτηση του Ησιόδου: ” τί θνητοῖς κάλλιστον ὀίεαι ἐν φρεσὶν εἶναι;”( ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα για τους θνητούς;) σε μια ποιητική τους “μονομαχία” που στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ.
Ο “πάντα καινούργιος” Ποιητής των Ποιητών με τις τριών χιλιάδων ετών λέξεις του
καταθέτει τη σοφία του
στην ιοδαρμένη ανθρωπότητα
που παρακολουθεί αμήχανη τα πεπραγμένα της “μήνιδος” ενός αόρατου εχθρού.
Αγαπημένα πρόσωπα,
να φάμε, να πιούμε και να τραγουδήσουμε μαζί τους. Τόσο απλά.
Ό,τι μας έλειψε πιο πολύ.
Ό,τι μας έκανε πάντα να νιώθουμε πως αξίζει στον κόσμο αυτό να υπάρχουμε.
Χριστὸς ἐκ νεκάδων ἐγερθείς,
ὄλβῳ ὄλβου πεπάτηκε
καὶ τοῖς ἐν τύμβεσιν
τὸ ζῆν ἐδωρήσατο,
στη γλώσσα που μίλησε ο Όμηρος…
ή πιο απλά,
Χριστός Ανέστη!
Ανάρτηση της Ελένης Σιούφτα στην σελίδα της στο Facebook