(ποίημα εις την Κυπριακή διάλεκτον)
Ένας λεβέντης Έλληνας, της Κύπρου που τη Λύσην,
επλάστηκε να πολεμά, π’ Ανατολήν ως δύσην.
Πολέμαν για ιδανικά, αξίες τζαι έναν τάμαν.
Τάμαν που ‘τουν αιώνιον, Ένωσην με την μάναν.
Με την Ελλάδα μάνα μας, είχαμεν ποθημένον.
Να κάμουμε την Ένωση, πράμαν ευλοημένον.
Έτσι ο Γληόρης έβκηκεν, στου Μασχαιρά τα όρη.
Τζαι φώναξεν περήφανα, Κύπρος Λεβεντοκόρη.
Ένας προδότης είδεν τον, στο σπήλιον του που μπαίνει.
Τζαι επήεν τζαι μολόησεν, εφτείς παμόν δεν παίρνει.
Οι σχύλλοι τον εβρήκασην, εις το κρησφύγετον του.
Τζι είπαν του να παραδοθεί, τζαι έπκιαν τον ο θυμός του.
Εθύμωσεν τζαι είπε τους, όπως τον Λεονίδαν.
Μολών Λαβέ τζαι έσυραν του, μιαν χειροβομβίδαν.
Πρώτα ετραυματίσαν τον, τζι ύστερα αποφασίζουν.
Αφού εν παραδώννετε, λαμπρόν του πυρκολίζουν.
Έκρουσαν τον τζαι έκαμαν τον, κάρβουνον τον Γληόρην.
Αμμα έφυεν περήφανος, για των ηρώων πόλην!
Τζαι που ψηλά τωρά θωρεί, την Κύπρο σκλαβωμένη.
Που τζείνος εσκωτόθηκεν, για να ‘ν’ λευτερωμένη.
Τα κόκαλα του τρίζουσην, που βλέπει τα κακά μας.
Που βλέπει πως εχάθησαν, τζειν’ τα ιδανικά μας.
Πολέμησες σκοτώθηκες, για μιαν ελευθερίαν.
Τζαι τούτοι σε προδώννουσην, με μιαν ομοσπονδίαν.
Δημήτρης Γ. Γενεθλίου
Μάρτιος 2014