Το Ελληνόπουλο

Ποίηση - Λογοτεχία Πολιτισμός

Το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον φιλλέληνα Βίκτωρ Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους στις 30 Μαρτίου 1822. Το ποίημα «L’ Enfant» περιέχεται στην Ποιητική Συλλογή «Orientales» [=Ανατολικά], Ιούνιος 1828). Το μετέφρασε ο Κωστής Παλαμάς (1885)(Άπαντα Κωστή Παλαμά, Τόμος ΙΑ΄ σελ. 290 – 291)

Ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802 – 1885) ήταν ένας από τους Φιλέλληνες στους οποίους η Ελλάδα μας χρωστά πολλά. Όπως έλεγε ο ίδιος «Η Μούσα που με εμπνέει να γράφω στίχους είναι η Ελλάδα του Βύρωνος και του Ομήρου».

Οι Έλληνες «Λόγιοι» του 19ου αι τον αγαπούσαν πολύ, τον αποκαλούσαν «φίλο της Ελευθερίας» και μετέφραζαν το όνομά του «Νικίας Ούγος» ή «Νικηφόρος Ούγος» (από την λατινική λέξη Victoria = Νίκη)

Τό ἑλληνόπουλο

Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
῾Η Χίο, τ’ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λυγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια
καθρέφτιζε μέσ’ στὰ νερά.

᾽Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν’ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη
μέσ’ στὴν ἀφάνταστη φθορά.

-Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες
γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά ̓χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ
ματάκια σου ν ̓ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι
μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;

Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω
γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω
ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ
μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη
καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;

Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι;
Μήπως τὸ κρίνο ἀπ ̓ τὸ ̓Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ’ τὸ δεντρὶ
ποὺ μέσ’ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ’ ἕν’ ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει
μέσ’ ἀπ ̓ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;

Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα
καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ
τοῦτα; Πὲς! Τ’ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί;
-Διαβάτη,
μοῦ κράζει τὸ ᾽Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτι θέλω, νά!

(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)