Παντελής Μηχανικός: Ένα μνημόσυνο

Ποίηση - Λογοτεχία Πολιτισμός

Να ναι τάχα η μοίρα αυτών που ξεχωρίζουν, αυτών που στέκουν λίγο πάνω από τα ανθρώπινα, να λοιδορούνται όσο είναι ζωντανοί και να «αναγνωρίζονται» όταν πεθάνουν, αφού πια δεν μπορούν να βλάψουν κανένα;

Μια τέτοια μορφή ήταν και ο Παντελής Μηχανικός ίσως ο μεγαλύτερος σύγχρονος Κύπριος ποιητής. Ο Μηχανικός γεννήθηκε στα Λιμνιά της Αμμοχώστου στις 30 Ιουλίου 1926. Τελείωσε το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και φοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Υπάλληλος στο τμήμα Τελωνείων Κύπρου από την 1η Ιουλίου 1949. Πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979.

Τα έργα του

Πρωτοεμφανίσθηκε στο περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα» το 1952. Έργα του είναι: Παρεκκλίσεις (1957). «Τα δύο βουνά» (1963) και η «Κατάθεση» (1975).

Ο Π.Μ. στηλίτευσε όσο κανένας το κατεστημένο το βάθος της αποτρόπαιας μεταμόρφωσης που υπέστη η ψυχή του μέσου Ελληνοκυπρίου κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων από το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι την καταστροφή του 1974.

Γελοιοποίησε τους «καθώς πρέπει»

Με τη γραφίδα του κατέγραψε την υποκρισία, τον φαρισαϊσμό, ειρωνεύτηκε τον ευδαιμονισμό, οίκτιρε την προσωπολατρία, γελοιοποίησε τους «καθώς πρέπει» κομισάριους.

Η πορεία του μια πορεία ελευθερίας κόντρα στη νοοτροπία του μεσοδιαστήματος 1959-1974 σ αντίθεση με την πορεία άλλων «εκλεκτών διανοουμένων» είναι η πιο έγκυρη και διαχρονική συνάμα βάση αντίστασης ενάντια σε μια ατμόσφαιρα που σύνθλιβε και συνθλίβει κάθε ελεύθερη φωνή.

Τον ανάγκασαν να διαψεύδει τα αδιάψευστα, να επαινεί στίχους που δεν έβλαπταν το κατεστημένο και να αποκηρύσσει αυτούς που έκαιγαν το φως της αλήθειας.

Είχε το θάρρος ν’ αντισταθεί

Αυτά τα λίγα σαν ένα ευλαβικό προσκύνημα σ ένα μεγάλο που είχε το θάρρος ν αντισταθεί, να πει την αλήθεια, να προσπαθήσει να γλιτώσει τον λαό από τους παραχαράκτες της ψυχής του.

Ας δούμε τώρα μερικά χαρακτηριστικά ποιήματα του Π.Μ.
Ποιήματα μάχης θα έλεγε κανείς.

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΜΑΧΟ

Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης

όπως τον Ριμαχό

που έσκυψε και φίλησε το χώμα

απ ‘όπου διάβηκε η αγαπημένη του

κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη

κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα

κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα

ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.

Γεμάτα χαρά.

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό*

Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν

για να υπερασπίσει το χώμα απ ‘όπου διάβηκε η αγάπη του.

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό

ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό

να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.

*Ριμαχό/ Ριμάκο/ Ριμακό: φανταστικό πρόσωπο με

πολλαπλούς συμβολισμούς, που εισήγαγε στην κυπριακή

ποίηση ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.

ΟΝΗΣΙΛΟΣ

Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο

ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:

ένα καύκαλο

―το δικό του κρανίο―

γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

να μας κεντρίσουν

να μας ξυπνήσουν

να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

έφτασε στη Σαλαμίνα

φρύαξε ο Ονήσιλος.

Άλλο δεν άντεξε.

Άρπαξε το καύκαλό του

και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κ’ έγειρα νεκρός.

Άδοξος, άθλιος,

καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.

ΙΤΕ

Και τι περιμένεις από ανθρώπους

που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους

και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.

Απαθώς

τότε

κι απαθώς

σήμερα

ζητάνε απλώς

διαζύγιο.

Τέτοιοι ρουφιάνοι

δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.


ΑΓΩΓΗ

Τον έβλεπα συχνά

πού οδηγούσε τη γυναίκα του

στα ιδιαίτερα τού Κομισάριου

για να εξασφαλίσει μια προαγωγή.

Κάτι, τέτοια

ήταν συνήθειες του καιρού μας

και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή

σ’ ένα ζήτημα ρουτίνας.

Μια μέρα που τον έβλεπα

να παίρνει τη γυναίκα του στον Κομισάριο

λέω

κοίταξε τί άνθρωπος!

Όταν το σκέφθηκα για λίγο

πείσθηκα πώς άνθρωπος δεν ήτανε αυτός.

Κι έτσι ή φύσις

μπορούσε να μένει ήσυχη.

Κι όμως η φύσις ανησυχούσε.

Κι έλεγες πώς με τον καιρό αυτός ο παλιοκερατάς

θα γίνει διχτάτορας εδώ μέσα.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Ένας άνθρωπος περπατά.

Η στράτα τον οδηγά.

Δεν έφτιαξε αυτός τη στράτα.

Μήτε χαλίκι δεν έβαλε.

Τον έφτιαξε η πολεοδομία

για να τελειώνουμε πια

μέ τούς ουρανοβάτες αγγέλους.

—Εμείς περπατάμε στη γη.

Ένας άνθρωπος

σκουντουφλά, προχωρεί.

Χτυπιέται, τρεκλίζει, προσπαθεί.

—Ή στράτα τον οδηγά

Αν είναι άγγελος στην ψυχή σου

μπορείς να κλάψεις, διαβάτη.