Εν κάτι νύχτες…

Θύμισες Λαογραφία

«Άμαν είσαι μες τη θλίψην», ελάλεν μου ο παππούς ο Αναστάσης εις τη Χώραν, «να θωρείς δεντρά, θάλασσαν.»

«Να πίννεις τζιαι κανενάν κρασίν», ελάλεν ννου φίλου μου «να ανοίξει η γλώσσα σου να λαλείς τον πόνον σου να φεύκει που πάνω σου.»

Αθθυμούμε ύστερα που το Οδόφραγμα  έπκιαα στράτες των στρατών τζιαι επήα εις τας Αθήνας Μεάλην Εφτομάν του έτους 1990.

Έρεξα τζιαι είδα τον Κύριον Νίκον Βασιλειάδην. Είπα του τον πόνον μου για την Κύπρον μας που ήταν σχεδόν τρεις μήνες στους δρόμους κόντρα στην κατοχή τζιαι την διχοτόμησην.

Εσυμβούλεψεν με τζιαι έπκιαα τρένα λεωφορεία τζιαι πλοιάριον τζιαι έφτασα ως τ’ Αγιον Όρος να πω τον πόνον μου, να ιστορήσω τα πάθη μου τζιαι τις περιπέτειές του βίου μου.

Έφτασα στην Σταυρονικήτα.

Έκαμα Πάσκαν βασιλικόν.

Ώρες ολόκληρες άκουσεν με ο παπά Βασίλης ο Γοντικάκης.

Να τον έσιει ο Θεός καλά.

Εστειλέν με τζιαι εξομολοήθηκα στον παπά Ιερεμίαν, τον καλοσυνάτον, τον Αυστραλέζον.

Έπνασα.

Ύστεριςεπήρεν με ο Λεωνίδας, ο μάγκας, ο Σαλονικιός στο τζελλίν του Αγίου Παισίου τζιαι έπκιαα την ευτζήν του τζιαι άκουσα τον τζιαι εποθάμασα. Επήα τζιαι αλλό θκυο φορές τους επόμενους χρόνους.

Σάννα τζιαι ήταν εχτές…

Εστράφηκα στην Κύπρον που το Περβόλιν της Παναγίας, τζιαι είπα να τραβώ κουπίν μες το πέλαγος του βίου, πότε σιανεμμιά, ποτέ τρικυμία, νύχτα Παρασιευκόνυχτα μες τα σκοτεινά τζιαι έσιει ο Θεός τζιαι για μας τους δύσκολους, τους εσαεί κατηχούμενους πεπτοκώτες.

Ελάλεν τζιαι ο μάστρε Φώτης, Αμολόητα τα πάθια τζιαι οι καημοί του κόσμου τούτου.

Εν κάτι νύχτες που θέλεις να τραουδήσεις να πεις τους καημούς, τις αγάπες, τις πίκρες που ‘πκιες, τις χαρές.

Να κλάψεις τους, που έχασες.

Να γελάσεις με τις θύμησες των π’ αγαπάς για τζείνον το «Έλα να σε φιλήσω τωρά που φεύκω για την Ευρώπην» που κόμα τζυνηά σε τζιαι κάμνει σε να χαμογελάς.

Έτσι νύχταν παγωμένην στην Τυλληρκάν έφερεν το περίπολον κονιάκκιν μες την λαμιτζάναν να πκιουν οι σκοποό να βράσουν.

Εβάλαν μου θκυο τρεις πιννιές.

Έβρασα.

Επήρα πάνω μου.

Άντεξα ως τον δεκανέαν αλλαγής.

Μετράς τα θαύματα που έζησες τις αγάπες που σου χάρισαν.

Το φως που σου ανάψαν.

Σκέφτεσαι τους πέρα ζώντες, τους απαρηγόρητους.

Λες μια προσευχή για χάρη τους.

Φτάνει να τους φυλάει ο Θεός.

Να ναι χαρούμενοι, ευτυχείς.

Εξομολογητικά που τα χάραξα απόψε.

Γραφή από έναν που θητεύει στους κοπιώντες και πεφορτισμένους μα χαίρεται να δωρίζει χαμόγελα και παρηγορητική νοσταλγία στους π’ αγαπά.

Γιάννης Πεγειώτης