Ο στολισμός και η περιφορά του Επιταφίου

Λαογραφία

Λαογραφικά Απριλίου

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι απόλυτης αργίας και νηστείας. Οι πιστοί προσέρχονται στην εκκλησία και το πρωί κατά την ακολουθία των Ωρών και το βράδυ στην ακολουθία του Επιταφίου.

Στα χωριά της Πυλίας «πίνουνε ξύδι γι’ αγάπη του Χριστού που τον ποτίσανε ξίδι». Στην Κρήτη τρώνε νερόβραστα φαγητά με ξίδι, τρώνε χοχλιούς. Στην Κορώνη ούτε φωτιά ανάβουν, ούτε μαγειρεύουν, ούτε βάνουνε μπουκιά στο στόμα τους.

Ο στολισμός του Επιταφίου γίνεται μετά την αποκαθήλωση από κορίτσια της ενορίας με λουλούδια που στέλλουν από τα σπίτια, χρησιμοποιώντας όλα τα άνθη της εποχής: βιολέτες, μενεξέδες, τριαντάφυλλα, λεμονανθούς πλέκοντας σε στεφάνια και γιρλάντες. Σε πολλά μέρη την ώρα του στολισμού ψάλλουν και το μοιρολόι της Παναγίας.

Η περιφορά του επιταφίου γίνεται στους δρόμους των χωριών ή των πόλεων με κάθε επισημότητα. Κατά διαστήματα η πομπή σταματά σε πλατείες και σταυροδρόμια και αναπέμπονται δεήσεις από τους ιερείς. Κατά τόπους κατά την περιφορά ανάβονται φωτιές και καίονται θυμιάματα.

Στις Σέρρες οι γυναίκες τοποθετούν στο κατώφλι του σπιτιού την εικόνα του Εσταυρωμένου με λουλούδια και αναμμένα κεριά και θυμιάματα. Στα κεριά και τα λουλούδια της μέρας αποδίδεται θαυματουργική δύναμη.

Στη Σπάρτη «άμα γυρίσουνε τον Επιτάφιο, τον ξεστολίζει η καντηλανάφτης, παίρνει και τα κεριά και τα φυλάει. Την άλλη μέρα τα βάζει ο παπάς σ’ ένας δίσκο με τα σταυρολούλουδα, γυρίζει σ’ όλη  την εκκλησία και τα μοιράζει στις γυναίκες.

Τα φυλάνει σα φυλακτό και σαν αρρωστήσει κανέναν παιδάκι, βάνουνε στα κάρβουνα λίγο νερό και μερικά σταυρολούλουδα και το λιβανίζουνε». Στην Πάρο «τα κεριά του Επιταφίου τα φυλάνει και, όποτε είναι κακοκαιρία, φουρτούνα, βρέχει και αστράφτει, τ’ ανάβουν, για να περάσει η κακοκαιρία».

Στην Κύπρο μετά που επιστρέφουν στην εκκλησία από την περιφορά του Επιταφίου, ένας απάγγελλε το Τρα(γ)ούδιν της Παναγίας.

Στην Αθήνα «μάστορης – ξεμάστορης καρδί δεν εκάρφωνε» και στην Βιθυνία «δεν κάρφωναν καθόλου καρφί». Τούτο, γιατί η Μ. Παρασκευή θυμίζει τα καρφιά, τους ήλους στα χέρια και στα πόδια του Χριστού.

Στην Κρήτη «την ώρα που λέει ο παπάς το πρώτο Ευαγγέλιο της Παρασκευής η παπαδιά βαστά λίγο αλεύρι και νερό και κάνει προζύμι με τις ευχές του Ευαγγελίου και το προζύμι ανεβαίνει». Κατά τόπους την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου, «οι πόρτες μένουν ανοικτές, για να μπει η Θεία Χάρη μέσα».

Η λαϊκή ψυχή, που τόσο πιέστηκε από το πένθος της Μ. Παρασκευής αρχίζει ν’ ανακουφίζεται με τις πρωινές ακολουθίες του Μ. Σαββάτου. Στην εκκλησία διαδραματίζονται σκηνές θορυβώδεις οι οποίες αποβλέπουν στον εκφοβισμό και την εκδίωξη του δαίμονος ο οποίος αντιδρά στην Ανάσταση του Κυρίου.

Όταν ο ιερέας εκφωνήσει: «Ανάστα ο Θεός κρίναι την γην» μέσα στο ναό γίνεται πανδαιμόνιο. Ενώ κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, πέφτουν αστραπιαία τα μαύρα από τις εικόνες και οι πιστοί κτυπούν θορυβωδώς τα στασίδια ή μαζεύουν τα δαφνοφυλλα και τα λουλούδια που ο ιερέας από το πανέρι σκορπίζει προς όλες τις κατευθύνσεις.

Στον Πόντο οι γυναίκες φύλαγαν τα φύλλα για να τα καίνε στο «βάσκαμα» καπνίζοντας το βασκαμένο ή τα ρίχνουν στα χονρτικά και άλλα ρούχα και δεν τα πιάνει ο σκώρος.

Στη Ζάκυνθο την ώρα της κωδωνοκρουσίας ρίχνουν από τα παράθυρα ό,τι αγγείο άχρηστο έχουν «προς χαράν του Χριστού και πομπή των Οβραίων».

Μετά την πρώτη Ανάσταση, χαρούμενοι οι πιστοί επιστρέφουν στο σπίτι και κάνουν τις τελευταίες προετοιμασίες για το Πάσχα. Σε πολλά μέρη το ζύμωμα των πασχαλινών γίνεται το Σάββατο καθώς επίσης και το κοκκίνισμα των αυγών. Ο νοικοκύρης φροντίζει για τη σφαγή του πασκάτη ή λαμπριώτη αμνού. Με το αίμα του σταυρώνουν την πόρτα του σπιτιού και τα μάγουλα των παιδιών.

Συνηθισμένα είναι τα δώρα προς οικείους, τη μνηστή, την πεθερά, τη μητέρα, τους βαφτιστικούς. Στην Κορώνη «όποια έχει πεθερά ή μάνα θα της στείλει την κουτσούνα της, το κερί της, αυγά κόκκινα, κουλλούρια κι ένα τάληρο ή τσεμπέρι ή ποδιά».

Προσφορές γίνονται και στους νεκρούς, με τρισάγια στα μνήματα και μοίρασμα πραγμάτων για «μακαριά».

Θεόδωρος Λ. Αντωνιάδης
Φιλόλογος