Όσοι αναζήτησαν τη χαρά της γνώσης από την Ξυγγραφή του Θουκυδίδη γνωρίζουν τη δύναμη του λόγου και της επιχειρηματολογίας, το μεγαλείο της σκέψης και της ευφυΐας αλλά και την αποτελεσματικότητά αυτών των ικανοτήτων στη διπλωματία, την οποία ιδιοφυείς ιστορικοί της πολιτικής χαρακτηρίζουν –και δικαίως– και τέχνη και επιστήμη.
Οι δημηγορίες, που διαιωνίζει ο θεμελιωτής της ιστορικής έρευνας, ο Θουκυδίδης του Ολόρου, εξ Αλιμούντος Αττικής, δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πριν, είναι σπάνια κείμενα διπλωματικής διδακτικής. Είναι αποδεικτικά τεκμήρια της αξίας του καλλιεργημένου νου στην πολιτική. Όχι καινολογίες και απόπειρες επιφανειακών λεκτικών εντυπωσιασμών, που ηχούν σαν διαλυόμενοι πομφόλυγες μόλις εμφανιστούν.
Αυτά τα δυναμικά στοιχεία της Ελληνικής σκέψης του Ε΄ αιώνα π.Χ. διείδαν οι Βυζαντινοί, από συστάσεως της οικουμενικής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα από Ιουστινιανού, που γνώριζε να επιλέγει συμβούλους όπως ο Τριβωνιανός και ο Καππαδόκης, ο Βελισσάριος και ο Ναρσής, με επίτευγμα τη Βυζαντινή διπλωματία, που αν και η μετεξέλιξή της προκαλεί και παρερμηνείες, οδήγησε στη σχολή των Φαναριωτών, η οποία διέπει μέχρι σήμερα τη τουρκική διπλωματία, σαν προέκταση εκείνης της «Υψηλής Πύλης», κατά Παναγιώτη Καννελόπουλο.
Δείγμα της εφηρμοσμένης Ελληνοβυζαντινής διπλωματίας, παρέχεται από την πολυσχιδή πολιτική δραστηριότητα του Περιγκόρ Σαρλ Μωρίς Τaleyrand (1754-1838), που ανάγκασε τον Γιόχαν Μέττερνιχ να δηλώσει πως αν του πρότειναν να επιλέξει μεταξύ των στρατιών του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και του Γαλλικού Γραφείου Κοινής Γνώμης – διαφώτισης – θα επέλεγε το δεύτερο, δηλαδή, τη διπλωματία. Την πολιτική σκέψη και συμπεριφορά που οι Άγγλοι «συμπλήρωσαν» με τη «διπλωματία των κανονιοφόρων» και αργότερα με το δόλο και την παράλληλη στρατηγική του κυνισμού των υποχθόνιων συνωμοσιών.
Εμείς οι νεότεροι Έλληνες, αν και απόγονοι των δημιουργών της επιστήμης της διπλωματίας, δεν ευτυχήσαμε να επικοινωνήσουμε με τις προγονικές πηγές της πολιτικής σκέψης, με εξαίρεση τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μεγαλοφυή διπλωμάτη, που όχι μόνο μελέτησε τον Θουκυδίδη, αλλά μετέφερε τον «Επιτάφιο» στη Νεοελληνική. Και οι διπλωματικές νίκες του Βενιζέλου, στις διασυμμαχικές διασκέψεις των Παρισίων, του Νεϊγύ, του Σεν Ζιερμέν, του Σπα, των Σεβρών – με το μέγα επίτευγμα της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών – ασφαλέστατα δεν θεωρούνται ανεξάρτητες από τη διπλωματική δεινότητα του ανδρός, τη δημιουργία και την εκμετάλλευση ευκαιριών και τη δυναμική της πειθούς του πολιτικού του λόγου, των ελιγμών και της διεκδικητικής επιμονής στους άμεσους στόχους και στους αταλάντευτους απώτερους σκοπούς.
Οι διάδοχοι και οι νεότεροι, αντί ν΄ ακολουθήσουν και να επεκτείνουν την τακτική της Βενιζελικής διπλωματίας, περιέργως και εξ επηρεασμών ξένων, αυτοπαγιδεύτηκαν στην εγωκεντρική συμπεριφορά που έσυρε σε ήττες και καταστροφές όπως τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την Κυπριακή του 1974.
Ο νηπιώδης και ανώριμος «πολιτικός» προσωποκεντρισμός και η πείσμων διολίσθηση σε ακατανόητες υποχωρητικές κινήσεις, τις οποίες οι ναρκισσιστικές παρορμήσεις επέβαλλαν με τους θορύβους των κολάκων, την πλημμύρα των ικετών και τις επεμφημίες των αδαών, ας αναζητηθούν στη συρροή των στοιχειακών των συμφορών της πατρίδας. Δεν κρίνεται άσκοπο να μνημονευθεί ο διαβόητος Αντίγονος ο Δώσων, που επιχειρούσε δικαιολογία των υποχωρήσεών του με τον ισχυρισμό ότι «το συμφέρον βρίσκεται… πίσω»!
Οι εγωϊστικές κομπορρημοσύνες απέκλεισαν την εξαγωγή διδαγμάτων από το ιστορικό παρελθόν και αποδυνάμωσαν την πολιτική σκέψη. Οι αυταπάτες εξουδετέρωσαν την αναγκαιότητα του προβληματισμού επί των γεγονότων.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων και εφ΄ όσον γίνεται λόγος περί ενισχύσεων της διπλωματικής υπηρεσίας, υποστηρίζουμε την εκ βάθρων αναδιοργάνωση της διπλωματίας μας με τα αυστηρά κριτήρια της αξίας των ανθρώπων. Την επιστράτευση φωτισμένων προσωπικοτήτων από την πολυπληθή τάξη του δημοσίου βίου και από την απανταχού της υδρογείου ακαδημαϊκή οικογένεια.
Πιστεύουμε πως αν απαλλαγούμε από τη φαυλοκρατική αναξιοκρατία του αναιδήμονος κομματισμού και την τύφλωση της πολιτικής φιλίας, θα μπορέσουμε ν΄ αντιστρέψουμε το δόγμα του Καρλ Κλαούζεβιτς, ότι ο πόλεμος είναι η σιδηρά πυγμή της διπλωματίας και να μετατρέψουμε τη διπλωματία στην ατσάλινη αιχμή του δικαίου, που καταπνίγηκε από την πολεμική βία στο αίμα του Λαού.
Εάν απολυτρωθούμε από τις προσωποκεντρικές αδυναμίες, θα μπορέσουμε να συγκροτήσουμε διπλωματία, κοσμούμενη από τη σοφία των υπαρξιακών μας πηγών και πεπαιδευμένη στο πνεύμα της διάρκειας και της δοκιμασμένης σκέψης των καταβολών μας. Θα μπορέσουμε να επιτύχουμε με τη διπλωματία στα πεδία που ηττηθήκαμε από την προδοσία και τον άδικο, άνισο πόλεμο.
Με το μυαλό και την παιδεία, την ευφυΐα και την αξία, τη συγκροτημένη δυναμική της αγωνιστικής διπλωματίας, μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δίκαιά μας και την απελευθέρωση της πατρίδας μας και να νικήσουμε, πείθοντας τον κόσμο για την αλήθεια της παρατεινόμενης τραγωδίας μας και την έναντι της ελευθερίας ηθική και πολιτική υποχρέωση των ηγεσιών του.
Άρθρο του Γιάννη Σπανού
(Από το πλούσιο αρχείο του)