O Έκτος, Έβδομος και Όγδοος των Φυλακισμένων Μνημάτων

Κύπρος Πατριδογνωσία

Του Λάζαρου Α. Μαύρου

Πέμπτη, 20 Σεπτεμβρίου 1956.

Ήταν εκείνης της μέρας το τελευταίο φως που είδαν στη ζωή τους. Το ύστατο ημέρας φως. Όσο μπόρεσαν να δουν μέσα από τα κατάκλειστα, σιδερόφρακτα, κελιά των μελλοθανάτων.

Ανάμεσα στο κτήριο της αγχόνης και στο μικρό κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας, με τους πανύψηλους τοίχους, τα μπηγμένα κομμάτια γυαλί στην κορυφή τους, ανάμεσα στο πυκνό, ακανθωτό, συρματόπλεγμα.

Το στερνό φως ημέρας, Πέμπτη 20η Σεπτεμβρίου, πριν από 64 ήδη χρόνια.
Και οι τρεις –σύμπτωση- γεννημένοι Νοέμβριο μήνα.

Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος, του 1932.
Οι άλλοι δυο, ομήλικοι, του 1934.
Ημερήσιο φως 23 χρόνων και 10 μηνών ο πρώτος, 21 χρονών και 10 μηνών οι άλλοι δυο:

  • Ο Στέλιος ο Μαυρομμάτης,
    του Χριστοφόρου και της Ελένης, από τον Λάρνακα της Λαπήθου. Ετών 23 και 10 μηνών.
  • Ο Ανδρέας ο Παναγίδης,
    του Γρηγόρη και της Δέσποινας, από το Παλιομέτοχο, ετών 21 και 10 μηνών, νυμφευμένος με την Γιαννούλα κόρη του Αριστείδου και πατέρας τριών ανηλίκων. Του Αρέστη, της Δέσποινας και της Αυγής, μόλις εννέα μηνών βρέφος εκείνο τον Σεπτέμβρη του 1956 που ‘μειναν ορφανά.
  • Ο Μιχάλης ο Κουτσόφτας,
    του Κυριάκου και της Ελένης, επίσης από το Παλιομέτοχο, 21 ετών και 10 μηνών.
    Το φως της επόμενης μέρας,
    της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956,
    δεν πρόλαβαν να το δουν.
    Προτού χαράξει η αυγή, τους κρέμασαν.
    Πριν το χάραμα κουβάλησαν εκεί τον ιερέα τον Παπάντωνη να τους ψάλλει, μόνος συνοπτικά, τη νεκρώσιμη ακολουθία.
    Πριν από το πρώτο φως τους κατέβασαν στους τάφους της φυλακής.

    Μπαίνοντας από τη μικρή είσοδο, πρώτος δεξιά τάφος, δίκλινος: Μαζί ο Ανδρέας ο Παναγίδης κι ο Μιχάλης ο Κουτσόφτας. Θάψανε πρώτα τον Ανδρέα κι από πάνω τον Μιχάλη.
    Δεύτερος δεξιά τάφος, ακριβώς δίπλα από τον δίκλινο, ο μονόκλινος, για τον Στέλιο τον Μαυρομμάτη.

    Ήσαν, ήδη, εκεί, άλλοι πέντε συγκάτοικοι.
    Στη γωνιά μέσα δεξιά, του ενός από τους πρωτομάρτυρες της Αγχόνης. Του Μιχαλάκη του Καραολή. Στην απέναντι γωνιά, μέσα αριστερά, όπως βλέπεται από τη μικρή είσοδο, του έτερου πρωτομάρτυρα, του Ανδρέα Δημητρίου. Νιόσκαφτοι. Μόλις τεσσάρων μηνών. 10η Μαϊου ’56 τους κρέμασαν.
    Ήταν ο πρώτος Διπλός Απαγχονισμός.

    Ακολούθησε 9 Αυγούστου, ο δεύτερος και Τριπλός Απαγχονισμός:
    Πρώτος αριστερά τάφος του Ανδρέα του Ζάκου. Στον διπλανό, ο Ιάκωβος ο Πατάτσος. Και δίπλα από τη μέσα αριστερή γωνιά του Χαρίλαου Μιχαήλ.

    Οκτώ ήδη συγκάτοικοι στο φυλακισμένο κοιμητήριο.
    Οι δυο της 10ης Μαϊου, οι τρεις της 9ης Αυγούστου και τώρα άλλοι τρεις, Μαυρομμάτης, Παναγίδης, Κουτσόφτας της 21ης Σεπτεμβρίου.
    Θα ‘φερναν, τον επόμενο χρόνο άλλους τέσσερις.
    Γενάρη τον πρώτο, Μάρτη τους άλλους τρεις. Ένα της Αγχόνης και τρεις του «΄Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ»:
  • Τον Μάρκο Δράκο 18 Ιανουαρίου 1957.
  • Τον Γρηγόρη τον Αυξεντίου 3 του Μάρτη 1957.
  • Τον Ευαγόρα τον Παλληκαρίδη, 14η Μαρτίου 1957.
  • Τον Στυλλή τον Λένα 28 του ίδιου μηνός.
    Και τον μεθεπόμενο χρόνο, Νοέμβριο του 1958 τον 13ο και τελευταίο συγκάτοικο, τον Κυριάκο τον Μάτση.

    ΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΝΗΜΑΤΑ.
    Των 13 Ηρώων:
    Των 9 Απαγχονισθέντων και
    των 4 Θυσιασθέντων σε μάχες.

    ΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΝΗΜΑΤΑ
    με τους εννέα τάφους των δεκατριών Ηρώων της ΕΟΚΑ.
    Τέσσερις δίκλινους και πέντε μονόκλινους.
    Μαζί σε δίκλινους, ο Παναγίδης με τον Κουτσόφτα, ο Ζάκος με τον Μάτση, ο Δημητρίου με τον Λένα και στο κέντρο όλων ο Αυξεντίου με τον Παλληκαρίδη.
    Πλάϊ τους, σε μονόκλινους, ο Μαυρομμάτης, ο Καραολής, ο Δράκος, ο Μιχαήλ, ο Πατάτσος.
    Τα Εννέα Φυλακισμένα Μνήματα
    των Δεκατριών Αθανάτων της ΕΟΚΑ,
    των Αρχαγγέλων της Λευτεριάς.

    Η ΚΙΒΩΤΟΣ με τα Άγια των Αγίων της Κυπριακής Ελευθερίας, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένης των Ελλήνων τα ιερά, με τα ιερά ελληνικά κόκκαλα των δεκατριών Κυπρίων Ηρώων.
    ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΝΗΜΑΤΑ:
    ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟ ΙΕΡΟΤΕΡΟ ΙΕΡΟ.
    Αυτή η ιερότητα του ιερότερου των Ελλήνων ιερού δεν καθιερώθηκε εκ των υστέρων.
    Η ιερότητα του ιερότερου ιερού, ιερουργήθηκε, ιερολογήθηκε, ιεροτελέσθηκε και καθιερώθηκε, αυθωρεί και παραχρήμα, εξαρχής, από τις πρώτες τραγικές στιγμές που το μεγαλείο συντελείτο, από τους Καραολή και Δημητρίου μέχρι τον Κυριάκο Μάτση. Από Μάϊο 1956 έως Νοέμβριο 1958.
    Θέλω να ξεναγήσω (αν επιτρέπεται η χρήση τέτοιου ρήματος) το μυαλό μου στην ιεροτελεστία της ιέρωσης των Φυλακισμένων Μνημάτων, σήμερα που συμπληρώνονται 64 χρόνια από τον τριπλό, ταυτόχρονο Απαγχονισμό του Μαυρομμάτη, του Παναγίδη και του Κουτσόφτα.

    Η μέρα της εκτέλεσής τους ήταν από πριν γνωστή, ανακοινωμένη από τους Εγγλέζους δήμιους:
    Νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, 20 προς 21 Σεπτεμβρίου 1956.
    Οι τρεις δικηγόροι των μελλοθανάτων, που είχαν πάει εκείνη τη μέρα στο κυβερνείο του Εγγλέζου δυνάστη, του στρατάρχη σερ Τζον Χάρτινγκ, για την ύστατη έκκληση χάριτος, επέστρεφαν άπρακτοι, με άδεια χέρια και κατάμαυρη καρδιά, για να τους πουν τα κακά μαντάτα.
    Ο Ρένος ο Λυσιώτης, ο Γλαύκος ο Κληρίδης, ο Μιχαλάκης ο Τριανταφυλλίδης, τους βρήκαν στα κελιά των μελλοθανάτων, όρθιους και ακμαίους, με το μέτωπο ψηλά, το χαμόγελο στο στόμα, την Ελλάδα και τον Χριστό στο βλέμμα.
    Οι τρεις μελλοθάνατοι, έδιναν θάρρος και κουράγιο στους τρεις άφωνους και άναυδους και συντετριμμένους δικηγόρους τους.
    Στη Λευκωσία ο βρετανικός στρατός κατοχής είχε επιβάλει αυστηρό κατ’ οίκον περιορισμό.
    ΟΛΗΣ της Κύπρου και όλης της Ελλάδας
    και των όπου γης Ελλήνων και των όπου γης φιλελλήνων
    και των όπου γης φιλελευθέρων ανθρώπων,
    εκείνες τις ώρες της Πέμπτης προς την Παρασκευή, όλες οι προσευχές, όλες οι καρδιές, όλες οι σκέψεις, ήσαν στραμμένες, σε κείνο τον χώρο των κελιών των μελλοθανάτων.
    Εκεί, δίπλα από το κτίριο της Αγχόνης.
    Εκεί, δίπλα από τα Φυλακισμένα Μνήματα, των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας.
    Στην επαναστατημένη για ελευθερία, μεγαλόνησο Κύπρο.
    Καθώς έφευγε το τελευταίο φως της Πέμπτης, ψαλμοί και τραγούδια και θούριοι και συνθήματα και ιαχές, δονούσαν απ’ άκρου εις άκρον τις φυλακές. Απ’ τα παλλόμενα στήθη εκατοντάδων φυλακισμένων αγωνιστών και αγωνιστριών της ΕΟΚΑ.
    Πίσω από της φυλακής τα σίδερα, μέσα από τα κελιά τους, αποχαιρετούσαν, ελληνοπρεπώς και θεοφρόνως, τους τρεις νεομάρτυρες, στα γειτονικά κελιά των μελλοθανάτων.
    Το «ξύπνα καημένε μου ραγιά» του Παπασταύρου της ΟΧΕΝ, έσμιγε με το «έκστηθι φρίττων ουρανέ» της Μεγάλης Βδομάδας που τους άφησε παρακαταθήκη, ψάλλοντάς το προτού ανέβει στην αγχόνη, ένα μήνα νωρίτερα, ο Πατάτσος.
    ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ:
    Από τα κελιά των μελλοθανάτων ακούγονται δυνατά οι φωνές και των τριών. Ψάλλουν «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Ο ιερέας των φυλακών, ο Παπάντωνης, νωρίτερα τους είχε εξομολογήσει και μετάλαβαν τη Θεία Κοινωνία.
    Λίγο μετά τα μεσάνυκτα, μόλις οι δήμιοι πλησίασαν το πρώτο κελί, δυνατή ακούγεται η φωνή του Παναγίδη: «Ήρτασιν παιθκιά»!
    Κι ως να ήταν το συμφωνημένο τους σύνθημα, ευθύς, βροντώδεις οι φωνές και των τριών ακούγονται, μέσα από τους χοντρούς τοίχους, μέσα από τα κάγκελα και τα συρματοπλέγματα:
    Τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο.
    Και μόλις τον ολοκληρώνουν, χωρίς ανάσα, τον ξαναρχίζουν.
    Το «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», των τριών φωνών, ακούγεται μετακινούμενο.
    Από τα κελιά των μελλοθανάτων, στον στενό ανοικτό χώρο του προαυλίου κι από κει, αμέσως, μέσα στο φρικτό δωμάτιο της Αγχόνης, όπου εξασθενίζει, καθώς, ο ένας από τους τρεις, αφήνει προς στιγμή το τραγούδι και, μ’ όση δύναμη κουβαλούν τα στήθια του, φωνάζει στα πέριξ κελιά:
    «Γεια σας παιδιά, ζήτω η ελευθερία».
    Αυτήκοος μάρτυρας, από διπλανό κελί, ο Παπάντωνης.
    Ακούει τις πνιγόμενες φωνές των στίχων του Εθνικού Ύμνου, καθώς οι δήμιοι φοράνε στους σιδηροδέσμιους τρεις, τη βαριά κουκούλα στο κεφάλι.
    Και μετά, ο βαρύς ανατριχιαστικός γδούπος που έπεφτε η καταπακτή της αγχόνης και τα τρία κορμιά κρεμάστηκαν άψυχα, αιωρούμενα στο κενό.
    Ο ΒΑΡΥΣ γδούπος της καταπακτής της αγχόνης των Εγγλέζων δημίων, που έκοψε στη μέση την επανάληψη του «και σαν πρώτ’ ανδρειωμένη»…
    Το «χαίρε ω χαίρε Λευτεριά», δεν πρόλαβε να ξανακουστεί.
    Το ‘κοψε των Άγγλων η αγχόνη,
    μια ώρα μετά τα μεσάνυκτα,
    πριν χαράξει το φως
    της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956.
    ΕΙΧΑΝ περάσει 133 χρόνια και τέσσερις μήνες, αφ’ ότου, Μάϊο του 1823 στη Ζάκυνθο, ο 25χρονος Διονύσιος Σολωμός, έγραψε τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν.
    Δεν μπορούσε ποτέ, υποθέτω,
    ο Διονύσιος Σολωμός, να προβλέψει
    ή να φανταστεί, πόσο ιεροί, ιερότατοι
    θα γινόντουσαν οι δικοί του στίχοι,
    τραγουδημένοι από τους Έλληνες Κύπριους
    μάρτυρες της Αγχόνης, τη στιγμή
    που η θηλιά των Εγγλέζων κατακτητών
    περνούσε στο λαιμό τους
    και η πτώση της καταπακτής
    έκοβε το «και σαν πρώτα ανδρειωμένη»
    από το «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».
    Ήξερε μόνο και μπορούσε να προβλέψει ότι εκάστοτε για χάρη της «τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή την νίκη ή την θανή».
    Ο ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ,
    με 158 τετράστιχες τροχαϊκές στροφές,
    γραμμένος από τον Διονύσιο Σολωμό,
    τον Μάϊο του 1823 στη Ζάκυνθο
    και τυπωμένος το 1825 στο Μεσολόγγι
    και στο Παρίσι από τον Αδαμάντιο Κοραή,
    μελοποιήθηκε το 1828 από τον Νικόλαο Μάντζαρο.
    Οι δύο πρώτες τετράστιχες στροφές του,
    ορίστηκαν ως ο Εθνικός Ύμνος των Ελλήνων το 1865, που πραγματοποιήθηκε η Ένωση των Εφτανήσων με την Μητέρα Ελλάδα.
    Έγινε ιερός, πανίερος, το 1956,
    στην Αγχόνη των φυλακών της βρετανοκρατούμενης Κύπρου, στα χείλη των απαγχονιζομένων Ηρώων της ΕΟΚΑ, που αγωνίζονταν για την Ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα.
    Ηχώντας κι αντηχώντας
    ο πανίερος Εθνικός Ύμνος,
    από τα μεταλαβόντα των αχράντων
    χείλη των Μελλοθανάτων,
    ως η τελευταία, η ύστατη,
    η έσχατη λαλιά τους,
    με τη θηλιά της αγχόνης στο λαιμό,
    ιέρωσε τον ίδιο τον χώρο.
    Τριάδα αγγέλων του Χριστού και της Ελλάδας,
    τριάς αρχαγγέλων της λευτεριάς,
    ο Στέλιος ο Μαυρομμάτης,
    ο Ανδρέας ο Παναγίδης κι
    ο Μιχάλης ο Κουτσόφτας,
    άφησαν εκεί, με τον Εθνικό Ύμνο στα χείλη,
    την ύστατη πνοή τους.
    Άφησαν εκεί άψυχα, κρεμασμένα τα κορμιά τους και πέταξαν στην αθανασία, στη δόξα, στην αιωνιότητα, για να συνεχίζουν από εκεί το «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».
    Μια και τέταρτο μεταμεσονύκτιο.
    Πριν ροδίσει η αυγή της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956, πάνοπλοι Εγγλέζοι στρατιώτες οδηγούν τον ιερέα των φυλακών, τον Παπάντωνη τον Ερωτοκρίτου, μπροστά στα τρία φέρετρα, αφημένα στο έδαφος της μικρής αυλής, μπροστά από τη χαμηλή είσοδο του φυλακισμένου κοιμητηρίου.
    Τα νεκρά κορμιά, πρόχειρα τυλιγμένα σε κουβέρτες των φυλακών.
    Μόνος ανάβει τρία κεριά ο ιερέας, ετοιμάζει τον θυμιατό, δυσκολεύεται να μαζέψει τα δάκρυά του και με θρυμματισμένη τη φωνή προσπαθεί να ψάλλει τις ευχές από την Νεκρώσιμον Ακολουθίαν.
    Τριγύρω οι Εγγλέζοι με το δάκτυλο στη σκανδάλη.
    «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου… και την ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με»…
    Της πατρίδος τρεις νέοι αθάνατοι αρχάγγελοι,
    ευλογούνται εκεί στον ίδιο χώρο.
    Στα σώματά τους χύνεται το ευλογημένο έλαιο καθώς διαβαίνουν την Αχερουσία οι Ψυχές,
    για να γίνουν Πολίτες πλέον του Παραδείσου.
    Το γήθεν διαπλασθέν σώμα, εις γην εξ ής ελήφθη επιστρέφει.
    Χους εκ του χοός, αναμορφωθέν εις είδος και καλλός… γη ει και εις γην απελεύσει.
    Εις γην την οποία ξανά καθαγιάζουν, τρία ακόμα ιερά σώματα.
    Η ΓΗ των Φυλακισμένων Μνημάτων
    έκλεισε στην αγκαλιά της το γήθεν διαπλασθέν
    σώμα των ενδόξων και πανευφήμων αρχαγγέλων της Λευτεριάς:
    Των Εννέα Απαγχονισθέντων και
    των Τεσσάρων ενδόξως πεσόντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
    Ανάμεσά τους, έκτο, έβδομο και όγδοο, του Μαυρομμάτη, του Παναγίδη, του Κουτσόφτα, πριν το φως της αυγής χαράξει την Παρασκευή, 21η Σεπτεμβρίου 1956.
    Η ΓΗ των Φυλακισμένων Μνημάτων,
    Χους εκ χοός ευλογηθέντος
    Σε ιεροτελεστία υψίστου μαρτυρίου,
    υπερύμνητου και πανάγιου, δοξασμένου κάλλους,
    υποδέχθηκε και, εν σπλάχνοις έκτοτε, θερμαίνει
    των Δεκατριών ενδόξων και πανευφήμων Ελλήνων
    τα κόκκαλα τα ιερά και για το λόγο αυτό κατέστη,
    από 10ης Μαϊου 1956 μέχρι 20ης Νοεμβρίου 1958
    και από Καραολή και Δημητρίου έως Κυριάκου Μάτση,
    ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΕ ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
    του Ελληνισμού στην Κύπρο.
    Κιβωτός τιμιωτέρα και σεμνοτέρα και αγιοτέρα και ενδοξοτέρα και εν μείζονι μοίρα και παρά Θεώ και παρ’ ανθρώποις τοις νουν και καρδίαν έχουσι…